Η Λαμία, πρωτεύουσα της Ρούμελης, αποτελεί έδρα του δήμου Λαμιέων ο οποίος έχει πληθυσμό 62.452 κατοίκους(επίσημη απογραφη 2001).Ωντας ενα δυναμικα αναπτυσσομενο αστικο κεντρο στην πόλη της Λαμιας κινουνται καθημερινα 100.000 ανθρωποι.Αποτελει εδρα της περιφερειας στερεας Ελλάδας συσσωρευοντας ολες τις προβλεπομενες δημοσιες υπηρεσιες. Κατέχει την θέση της αρχαίας ομώνυμης Φθιωτικής πόλης. Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα πότε ακριβώς χτίστηκε, μνημονεύεται, όμως, για πρώτη φορά σε σχέση με σεισμό που έγινε το 424 π.Χ.
Σύμφωνα με την παράδοση, η πόλη χτίστηκε από τον Λάμο (ή Λάμιο), που ήταν γιος του Ηρακλή ή τη Λαμία, που ήταν θυγατέρα του Ποσειδώνα και βασίλισσα της Τραχίνας. Ορθότερη μάλλον είναι η άποψη ότι η πόλη δεν πήρε το όνομά της από τον ιδρυτή (ή την ιδρύτρια της) αλλά ότι πρόκειται για αναγραμματισμό της λέξης Μαλία, ονομασία που έφερε η γύρω περιοχή. Ανήκε διαδοχικά στους αρχαίους Φθιώτες και τους Μαλιείς. Φαίνεται, πάντως, ότι για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα η Λαμία εξαρτιόταν από τους βορειότερους Θεσσαλούς δηλαδή τους Αχαιούς Φθιώτες, ενώ μετά το 344 π.Χ. περιέρχεται στους Μακεδόνες.
Η Λαμία, η πρωτεύουσα του νομού Φθιώτιδας, μέχρι τα 1950 ήταν χτισμένη πάνω σε δύο λόφους που 'ναι οι απολήξεις της 'Οθρυος. Σήμερα όμως σκεπάζει όχι μονάχα τούτους τους λόφους, μα έχει ξεχυθεί, όπως η λάβα του ηφαιστείου, σ' όλες τις πλαγιές, τις ρεματιές, τις γόνιμες και άγονες περιοχές μέχρι τον κάμπο του Σπερχειού.
Το πότε ακριβώς χτίστηκε δεν το γνωρίζουμε γιατί ούτε ο Ηρόδοτος, που περιγράφει την πορεία του Ξέρξη, την αναφέρει και τούτο ίσως γιατί δεν υπήρχε, ίσως γιατί ήταν μικρή και ασήμαντη ή ίσως γιατί δεν ήταν στο δρόμο του, μα ούτε και ο Θουκυδίδης, που περιγράφει την εκστρατεία του Βρασίδα στα 424 π.Χ. προς τη Θράκη, αν και πέρασε μέσα απ' την Ηράκλεια για τη Μελιταία, αναφέρει τίποτα για τη Λαμία. Μνημονεύεται για πρώτη φορά απ' το Δημήτριο Καλλατιανό στα 427 π.Χ., εξ' αιτίας του τρομακτικού και καταστρεπτικού σεισμού της περιοχής: "Δημήτριος δ' ο Καλλατιανός τους καθ' όλην την Ελλάδα γενομένους ποτέ σεισμούς διηγούμενος των τε Λιχάδων νήσων και του Κηναίου τα πολλά καταδύναι φήσι, τα τε θερμά τα εν Αιδηψώ και Θερμοπύλαις επί τρείς ημέρας επισχεθέντα πάλιν ρυήναι, τα δ' εν Αιδηψώ και καθ' ετέρας αναρραγήναι πηγάς. Ωρεών δε το προς θαλάττη τείχος και των οικίων ερί επτακοσίας συμπεσείν, Εχίνον τε και Φαλάρων και Ηρακλείας της Τραχίνος, των μεν πολύ μέρος πεσείν, Φαλάρων δε και εξ' εδάφους ανατραπήναι το κτίσμα, παραπλησία δε συμβήναι και Λαμιεύσι και Λαρισσαίοις...". Στράβων, Α' 60)
Σχετικά με την ίδρυση της πόλης λέγεται ότι χτίστηκε στα 426 π.Χ. απ' τους Μαλιείς σαν αντίβαρο και για λόγους στρατιωτικούς, επειδή κείνη τη χρονιά οι Σπαρτιάτες έχτισαν την Ηράκλεια στη θέση της παλιάς Τραχίνας.
Στο ότι είναι μάλλον έργο των Μαλιαίων, συνηγορεί και το γεγονός ότι το δυτικό μέρος του Φρουρίου της πόλης είναι πολυγωνικό, δηλαδή τρόπος δόμησης του τέλους του 6ου και των αρχών του 5ου αιώνα. 'Ισως όμως και να χτίστηκε και από κάποιους άλλους και να κατακτήθηκε απ' τους Μαλιείς στα 413 π.Χ.
Κατά τη μυθολογία, η Λαμία χτίστηκε απ' το Λάμο, το γιο του Ηρακλή και Ομφάλης, της ακόλαστης χήρας - βασίλισσας της Λυδίας που αγόρασε απ' τον Ερμή το Ηρακλή. Μαζί της ο Ηρακλής έκανε κι άλλους δύο γιους: τον Αγέλαο και το 'Υλλο.
Μια άλλη εκδοχή, παρμένη απ' τη μυθολογία και πάλι, είναι ότι χτίστηκε απ' τη Λαμία, τη Βασίλισσα των Τραχινίων, θυγατέρα του Ποσειδώνα. Τούτο το συμπέρασμα βγαίνει απ' τα Φωκικά του Παυσανία:
"Την δε πρότερον γενομένη Σίβυλλαν, ταύτη ταις μάλιστα ομοίως ούσαν αρχαίαν εύρισκον, ην θυγατέρα 'Ελληνες Διός και Λαμίας της Ποσειδώνος φασίν είναι, και χρησμούς τε αυτήν γυναικών πρώτης άσαι και υπό των Λιβύων Σίβυλλαν λέγουσιν ονομασθήναι". Η λέξη Λαμία ετυμολογικά συγγενεύει με το λαιμός ή λάμος, που σημαίνει χάσμα, βάραθρο ή και αχόρταγος, λαίμαργος. Γνωστό πως μέσα από την πόλη περνούσε μεγάλο και βαθύ ρέμα. Στη βορειανατολική πλευρά της Πλατείας Λαού, σε πρόσφατη ανασκαφή για ανοικοδόμηση αποκαλύφθηκε ένα βαθύ φαράγγι με μπόλικο τρεχούμενο νερό. 'Αλλωστε και τα πλατάνια της είναι αδιάψευστοι μάρτυρες. Δεν αποκλείεται, λοιπόν, η Λαμία να ονομάστηκε έτσι από τούτο το ρέμα και τις πολλές της λάμιες που ζούσαν κείνα τα χρόνια στην πυκνή της βλάστηση.
Δε γνωρίζουμε πότε και από ποιούς μετονομάστηκε Ζητούνι. 'Ισως τούτο να' γινε στους χρόνους του Ιουστινιανού.Την πρωτοαπαντάμε σαν Ζητούνι στην 8η Οικουμενική Σύνοδο, στα 869. Εμφανίζεται δε με μια ποικιλία παραλλαγών, όπως: Ζητούνιον, Ζηρτούνιον, Ζητόνιον, Gipton (κατά του βυζαντινούς χρόνους), Situn (κατά την περίοδο της φραγκοκρατίας), El Sito (κατά την σύντομη κατοχή των Καταλανών), και Ιzντίν κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας. Πολλοί ιστορικοί προσπάθησαν να δώσουν κάποια εξήγηση όσον αφορά την προέλευση της λέξης. Μερικοί πιστεύουν πως προέρχεται απ' το τούρκικο ή αραβικό Zeitun που πάει να πεί ελιά. 'Αλλοι λένε πως προέρχεται απ' τη σλαβική λέξη σιτόνιον, που σημαίνει η σιτοβόλος περιοχή ή "πέραν του ποταμού κειμένη χώρα".
Εξ αιτίας της γεωγραφικής της θέσης, επειδή δηλαδή είναι στο πέρασμα από βορρά για νότο και τ' ανάπαλιν, σύντομα έγινε γνωστή κι απόχτησε μια περίοπτη θέση, γι' αυτό σχεδόν απ' την ίδρυση της ξεκινάει κι η τρανή της ιστορία.
Διοικείτο από τρεις άρχοντες, από ένα στρατηγό, από έναν ίππαρχο καθώς επίσης και από Βουλή, όπως μαρτυρεί η πιο κάτω σωζώμενη επιγραφή:
"στρατηγέοντος των Αιτωλών Ι... Αρσινέος αγαθά τύχα α πόλις α Λαμιέων και α Βουλή..."(Αρχαιολογική εφημερίς Αθηνών, 1838).
Στα μέσα του 4ου αιώνα με ποσό 600 μνων οι Λαμιώτες συνέβαλαν στο χτίσιμο ναού στους Δελφούς. Πολλές φορές επιφανείς και διακεκριμένοι κάτοικοι της πόλης ορίστηκαν σαν δικαστές ή διαιτητές για τη διαλεύκανση σοβαρών και αμφισβητήσιμων υποθέσεων. Παράδειγμα η διαφορά μεταξύ Αθηναίων και Βοιωτών που προέκυψε από την οριοθέτηση των συνόρων τους, κατά τους χρόνους του Δημητρίου του Πολιορκητού.
Πρέπει να αγαπούσανε το δίκιο, γιατί από επιγραφή μαθαίνουμε ότι:
"επήνεσαν και χρυσώ στέφανω εστεφάνωσαν τους δικαστάς ένεκα δικαιοσύνης...". (Αρχαιολογική εφημερίς Αθηνών, 1846, αρ. 1056).
Από άλλη επιγραφή γίνεται γνωστό ότι οι ιερομνήμονες του Αμφικτυονικού Συνεδρίου στα 246 π.Χ. έδωσαν κάποια προνόμια σε δύο Λαμιώτες, γιατί διακόσμησαν το Ναό της Προνάου Αθηνάς.Στα 395 π.Χ. οι Λαμιώτες μαζί με τους Μαλιείς με αρχηγό τους το Λύσανδρο, πολέμησαν στη μάχη του Αλίαρτου ενάντια στους Αθηναίους και τους συμμάχους τους Θηβαίους, Κορινθίους και Αργείους.
Στα 326 π.Χ. μαζί με τους Θηβαίους πολέμησαν στη μάχη της Μαντινείας, το δε 371 π.Χ. ακολούθησαν το Θεσσαλό για να πολεμήσουν τους Πέρσες.
Στη διάρκεια της πολιτικής και οικονομικής ανόδου του Μακεδονικού Κράτους, η Λαμία βρέθηκε κάτω απ' την κυριαρχία των Μακεδόνων και μετατράπηκε σε μακεδονικό φρούριο στα 344 π.Χ. 'Ενας μεγάλος αριθμός Λαμιωτών πολέμησε εναντίον των Περσών και έφτασε μέχρι και τα Γαυγάμηλα ακόμα.
Λαμιακός Πόλεμος
Οι δημοκρατικοί κάτοικοι της Αθήνας θεώρησαν το γεγονός του θανάτου του Μεγαλέξανδρου στα 323 π.Χ., μεγάλη ευκαιρία για ν' απαλλαγούν απ' το βαρύ μακεδονικό ζυγό. Για τούτο συνενώθηκαν μ' άλλους Έλληνες ομοϊδεάτες, φτιάξανε ένα στρατό από κάπου 30.000 άνδρες, όρισαν αρχηγό τους το Λεωσθένη, κι ανενόχλητοι πορευτήκανε μέχρι τη Λαμία.
Απ' την άλλη μεριά, οι Μακεδόνες μ' αρχηγό τους τον Αντίπατρο, που 'χε μονάχα 13.000 πεζούς και καμιά εξακοσαριά ιππείς, διαβήκαν το Σπερχειο και κατέλαβαν την Ηράκλεια.
Ο Λεωσθένης, έχοντας αριθμητική υπεροχή, συνέχεια προσπαθούσε με αψιμαχίες να προκαλέσει τον Αντίπατρο σε πόλεμο. Τούτος όμως γνωρίζοντας τη μειονεκτική του θέση, "έδραμεν εις την Λαμίαν, εισέβαλε εις την πόλιν και ωχηρώθη εν αυτή".
Πολλές οι επιθέσεις των Αθηναίων μα άκαρπες. Τα τείχη της Λαμίας προστάτευαν τους Μακεδόνες. Μη έχοντας άλλο τρόπο να αναγκάσουν τον Αντίπατρο και τον στρατό του να εμπλακεί σε πόλεμο, οι Αθηναίοι σκάψανε βαθιά τάφρο τριγύρω της Λαμίας, ελπίζοντας ότι η "έλλειψις των χρεοδοστάτων ήθελεν αναγκάσει αυτούς εις παράδοσιν".
Ετσι άρχισαν οι στερήσεις, η πείνα, η δίψα και οι αρρώστιες. Ο Αντίπατρος βλέποντας την απελπιστική κατάσταση του στρατού του, ζήτησε ειρήνη. Ανένδοτος ο Λεωσθένης, που ήθελε την άνευ όρων παράδοση του μακεδονικού στρατού. Και ενώ όλα έδειχναν πως ο Αντίπατρος θα παραδινόταν, η μοίρα επιφύλαξε κάτι απροσδόκητο για τον Αθηναίο αρχηγό. Μια πέτρα, σε κάποια μικροσυμπλοκή, ξέφυγε και τον χτύπησε στο κεφάλι. Τρεις μέρες αργότερα ξεψύχησε. "Του δε Αντιπάτρου τοις τας τάφρους ορύττουσιν επιθεμένου, και συμπλοκής γενομένης, ο Λεωσθένης παραβοηθών τοις ιδίοις καιπληγείς εις την κεφαλήν λίθω, παραχρήμα μεν έπεσε και λιποψυχήσας εις την παρεμβολήν απεκομίσθη, τη τρίτη δε ημέρα τελευτήσαντος αυτού και ταφέντος ηρωικώς δια την εν τω πολέμω δόξαν ο φήμος Αθηναίων... "Τη θέση του Λεωσθένη πήρε ο Αντίφιλος, Αθηναίος, που διακρινόταν για την πολεμική του ανδρεία. Οι Μακεδόνες βλέποντας πως ο Αντίπατρος εξακολουθούσε να' ναι σε δεινή θέση, έστειλαν το Λεοννάτο με 20.000 πεζικάριους και 2.500 καβαλαραίους. Οι Έλληνες σύμμαχοι, φοβούμενοι την ερχόμενη ενίσχυση, έλυσαν την πολιορκία και προσπάθησαν να σταματήσουν το Λεοννάτο προτού ενωθεί με τον Αντίπατρο.
Μάχη φοβερή ξέσπασε λίγο πιο έξω από τη Λαμία. Ο Λεοννάτος σκοτώθηκε. Ο Αντίπατρος έτρεξε να βοηθήσει το στρατό του σκοτωμένου αρχηγού. Ταυτόχρονα οι Μακεδόνες λάβανε κι άλλη στρατιωτική βοήθεια που' φτασε απ' την Ασία με αρχηγό τον Κρατερό. Νέα εξοντωτική μάχη ξέσπασε στην Κρανώνα της Λάρισας. Χρόνος της ο Σεπτέμβρης του 322 π.Χ.. Νικητές οι Μακεδόνες. Η Λαμία ξανάπεσε στα χέρια των Μακεδόνων. Έμεινε κάτω απ' το ζυγό τους μέχρι το 302, χρονιά που λευτερώθηκε απ' το Δημήτριο τον Πολιορκητή.
Ο Αντιόχιος με τον Αννίβα στη Λαμία
Στη διάρκεια του 3ου π.Χ. αιώνα η Λαμία γνώρισε μια απ' τις πιο ανθηρές περιόδους στην ιστορία της αλλά συνάμα και την ολοκληρωτική της καταστροφή. Σε τούτα τα γεγονότα συνετέλεσαν οι Αιτωλοί με τους οποίους οι Λαμιώτες συμμάχησαν.
Οι Αιτωλοί, λαός τραχύς, γενναίος, πλεονέκτης και φύσει ελεύθερος είναι οι μόνοι που όχι μόνο δεν βρέθηκαν κάτω απ' τη κυριαρχία των Μακεδόνων, μα και τους πολέμησαν αποτελεσματικά και επέβαλαν την επιρροή τους πάνω σ'άλλες πόλεις. Στα 212 π.Χ. οι Λαμιώτες και οι Αιτωλοί συμμάχησαν με τους Ρωμαίους για να πολεμήσουν τους Μακεδόνες. Τούτο όμως το πάντρεμα με τους Ρωμαίους ήταν η αρχή των πολλών δεινών που ακολούθησαν για τη Λαμία και την υπόλοιπη Ελλάδα.
Στα 208 π.Χ. ο Μακεδόνας αρχηγός Φίλιππος ο Ε' συγκρούστηκε με τους Αιτωλούς και τους Λαμιώτες μέσα στη Λαμία, τους νίκησε και τους ανάγκασε να κλειστούν στο Φρούριο. Στα 207 π.Χ. οι Αιτωλοί υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης με το Φίλιππο, ομοίως και οι Ρωμαίοι στα 205 π.Χ. Λίγο αργότερα όμως, κατά το 200 π.Χ. οι Ρωμαίοι αθέτησαν τη συμφωνία ειρήνης και επιτέθηκαν κατά του Φιλίππου.
Οι Αιτωλοί, μισούντες τους Ρωμαίους επειδή δεν τους έδωσαν τα όσα είχαν συμφωνήσει για την υποστήριξη τους κατά του Φιλίππου, αποφάσισαν να κάνουν συνέλευση στη Λαμία. Σε τούτο το ιστορικό γεγονός κάλεσαν τον Αντίοχο, το μεγάλο Σύριο βασιλιά, που ήρθε στη Λαμία συνοδευόμενος απ' τον Αννίβα. Τούτος ο Καρχηδόνιος στρατηγός έγινε αντικείμενο θαυμασμού, περπάτησε στα λαμιώτικα στενεσόκακα και χρειάστηκαν ώρες πολλές να περάσει μέσα από τα πλήθη μέχρι να φτάσει στον τόπο της συνέλευσης στην οποία και μίλησε.
Η συνέλευση ανακήρυξε τον Αντίοχο αρχιστράτηγο όλων των συμμάχων στον πόλεμο κατά των Ρωμαίων. Δεν τον υποστήριξαν όμως έμπρακτα - όπως του είχαν υποσχεθεί, με αποτέλεσμα το 191 π.Χ. να νικηθεί απ' το Ρωμαίο Ακίλιο στα Θερμοπύλια. Στη συνέχεια ο Ακίλιος συμμάχησε με το Φίλιππο και επιτέθηκαν κατά της Λαμίας, η οποία αντιστάθηκε, γεγονός που τους ανάγκασε να την πολιορκήσουν για να αναγκάσουν τους Λαμιώτες να παραδοθούν. Θα άντεχαν πολύ, αν ο Ακίλιος δεν έκανε, το 190 π.Χ., πολλές ταυτόχρονες και ξαφνικές επιθέσεις στην ήδη εξασθενημένη Λαμία. Σε μια ξαφνική τέτοια πρωινή επίθεση η πόλη καταλήφθηκε μέσα σε λίγες ώρες, λεηλατήθηκε ανηλεώς και ό,τι τρόφιμα και ρουχισμός υπήρχαν μοιράστηκαν στους στρατιώτες. Η Λαμία καταστράφηκε ολοκληρωτικά και για αιώνες ήταν σχεδόν ξεχασμένη και ανύπαρκτη.
Τον όγδοο αιώνα, η πόλη αναφέρεται ως έδρα επισκόπου και το 869 μ.Χ. αναφέρεται με το νέο όνομα Ζητούνιον. Κοντά στη Λαμία έγινε η περίφημη μάχη του Σπερχειού (995 μ.Χ.), κατά την οποία ο Βυζαντινός στρατός υπό τον Νικηφόρο Ουρανό, κατέστρεψε τους Βουλγάρους του Σαμουήλ εξανεμίζοντας τις βλέψεις του στην Ελλάδα.
Με την τέταρτη Σταυροφορία (1204) και την Φραγκική κατάκτηση της Ελλάδας, το Ζητούνι υπάγεται στο βασίλειο της Θεσσαλονίκης και δίνεται ως το τιμάριο στο θρησκευτικό τάγμα των ιπποτών του Ναού της Ιερουσαλήμ. Το όνομα της πόλης εκγαλλίζεται σε Giton και, με την διάλυση του τάγματος, υπάγεται στο Δουκάτο των Αθηνών για να καταλυθεί, στην συνέχεια, από τους Καταλανούς που την κρατούν μέχρι το τέλος σχεδόν, του 14ου αιώνα. Το ισπανικό της όνομα είναι EL Cito και θα ξαναπεράσει στην Βυζαντινή κυριαρχία πριν καταλυθεί από τους Τούρκους και ονομαστεί από αυτούς Ιζντίν.
Την Άνοιξη του 1458 πέρασε από το Ζητούνι, με προορισμό την Πελοπόννησο, ο Σουλτάνος ο Μωάμεθ Β' ο Πορθητής, ενώ από τους περιηγητές που επισκέφτηκαν την πόλη, ονομαστός είναι ο Εβλιά Τσελεμπί. Στη διάρκεια του Τουρκοενετικού πολέμου (1690-1718) οι κάτοικοι του Ζητουνίου και της περιοχής γνώρισαν πολλές ταλαιπωρίες.
Στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 η πόλη ήταν κέντρο πολλών πολεμικών επιχειρήσεων και εδώ γνώρισε μαρτυρικό θάνατο ο ήρωας της Αλαμάνας, Αθανάσιος Διάκος.
Μετά το τέλος του πολέμου και έπειτα από διπλωματικό αγώνα, η πόλη επιδικάστηκε στους Έλληνες και οι Τούρκοι εγκατέλειψαν το Ζητούνι στις 28 Μαρτίου 1833, αφήνοντας σε αυτήν μόνο 24 ελληνικές οικογένειες. Για 50 χρόνια η Λαμία, που στα 1836 ξαναπήρε την παλιά της ονομασία, θα είναι μια ακριτική πόλη.
Στα 1866 ιδρύεται το Γυμνάσιο και την επόμενη χρονιά το Τουρκικό Προξενείο. Η πόλη αποκτά τελωνείο, νοσοκομείο και γίνεται ένα διοικητικό και πνευματικό ελληνικό ακριτικό κέντρο, στο οποίο φτάνουν Έλληνες από τις υπόδουλες περιοχές για να φοιτήσουν στο γυμνάσιο ή για να γλιτώσουν τις διώξεις των Τούρκων.
Ιδρύονται τυπογραφεία και τυπώνονται τα πρώτα βιβλία (1837), και εκδίδονται εφημερίδες (1856). Η εδώ εγκατάσταση πολλών αγωνιστών του 1821 δημιούργησε μια αντιοθωνική εστία με αποκορύφωμα το 1862, όταν με την έξωση του Όθωνα, στη Λαμία καταργήθηκε το κράτος και διοικούσε την πόλη Επαναστατική Επιτροπή.
Στα 1856 ιδρύεται το φθινοπωρινό παζάρι της πόλης και στα 1860 το πρώτο πιστωτικό ίδρυμα. Το εμπόριο γνωρίζει άνθηση και η Λαμία είναι έδρα Επισκοπής, Νομαρχίας, Δημαρχίας.
Η προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα (1881) ήταν καθοριστική για τη Λαμία, αφού έπαψε, έτσι να είναι ακριτική πόλη αν και στον άτυχο πόλεμο του 1897 διέτρεξε άμεσο κίνδυνο να καταλυθεί από τους Τούρκους.
Το 1900 ιδρύεται η "Συνεταιριστική Τράπεζα Λαμίας", η πρώτη συνεταιριστική τράπεζα στον ελλαδικό χώρο και από το 1911 αποκτά εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος και ηλεκτροφωτίζεται. Ο εθνικός διχασμός δεν άφησε ανεπηρέαστη τη Λαμία: Στις 2 Φεβρουαρίου 1918, κατά την επιστράτευση του 2ου Συντάγματος Πεζικού Λαμίας εκδηλώθηκε στάση κατά της κυβέρνησης Βενιζέλου, η οποία κατεστάλη από Σύνταγμα Κρητών και οδήγησε στην εκτέλεση επτά πρωταιτίων.
Σήμερα η πόλη παρουσιάζει μια πληθυσμιακή έκρηξη αφού η Κατοχή και, κυρίως, Εμφύλιος Πόλεμος συνέβαλαν καθοριστικά στην ανάπτυξη της αστυφιλίας με όλες της τις επιπτώσεις. Για παράδειγμα, ο πληθυσμός της πόλης ήταν, το 1910 9.500 κάτοικοι. Σήμερα έχει πάνω από 65.000 κατοίκους.
www.lamia-city.gr
www.e-lamia.gr/history.php