Του Δημήτρη Β. Καρέλη
Ανήμερα της Πρωτοχρονιάς το πρωί, αναβιώνει στο Νέο Μοναστήρι Δομοκού ένα από τα πιο γνωστά έθιμα της Ανατολικής Ρωμυλίας, οι καμήλες και οι ντιβιτζήδες.
Οι πρόσφυγες από την «Ανατολική Ρωμυλία» όταν ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στη Βόρεια Φθιώτιδα κι άλλες περιοχές, όπως την Ημαθία, την Πιερία κλπ, μέσα στον μεγάλο αγώνα για την επιβίωσή τους στη «νέα» τους πατρίδα, δεν ξέχασαν τα ήθη και τα έθιμά τους, τα οποία ενέταξαν ως αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής, της φιλοσοφίας και της ύπαρξής τους, με αποτέλεσμα τη διατήρηση μεγάλου μέρους του πολιτισμού και των παραδόσεών τους ως τις μέρες μας.
Το έθιμο τούτο μας γυρίζει χιλιάδες χρόνια πίσω, στην εποχή της Διονυσιακής λατρείας και τις παλιές παγανιστικές θρησκείες, στους εορτασμούς της βλάστησης, της ιερής τρέλας που προκαλεί η πόση του οίνου και της γονιμότητας.
Στο Νέο Μοναστήρι του Δομοκού, το πρωί ανήμερα της Πρωτοχρονιάς, με την συνοδεία ντόπιων οργανοπαιχτών στήνεται στην πλατεία ένας μεγάλος ενιαίος χορευτικός κύκλος, όπως προστάζει η παράδοση και το έθιμο, με την συμμετοχή όλων και το γλέντι ολοκληρώνεται αργά το απόγευμα με την μάχη των ντιβιτζίδων με τις καμήλες. Όμως τα γλέντια κι οι χοροί δε σταματούν ολημερίς στις ταβέρνες του χωριού.
Οι ντιβιτζήδες (καμηλιέρηδες, από την λέξη «ντιβέ» που στα αραβικά σημαίνει καμήλα) ήταν οι έμποροι της εποχής που με καραβάνια από καμήλες διακινούσαν το εμπόριο από και προς τις περιοχές αυτές, με περιοχές της Ανατολής και της Αραβίας. Καθώς λοιπόν μετέφεραν προϊόντα από χώρες της-Ανατολής, το έθιμο συνδέθηκε με τον Aγιο Βασίλειο που φέρνει δώρα, από την Καισάρεια.
Οι ντιβιτζίδες ντύνονται με προβιές και φορούν στο κεφάλι το «καούκι» που είναι καπέλο και μάσκα μαζί. Το «καούκι» είναι φτιαγμένο από «κιτσιά» (αρνίσιο μαλλί ζεματισμένο για να κολλήσουν οι ίνες μεταξύ τους), στολισμένο με καθρεφτάκια (για τον εξορκισμό των πνευμάτων) και πολύχρωμες κορδέλες, στη θέση δε των δοντιών έχουν «αρμάθες» από ξερά φασόλια. Στη μέση και στα πόδια φορούν μικρά κουδουνάκια που δημιουργούν θόρυβο όταν χορεύουν ή τσακώνονται οι ντιβιτζήδες. Στα χέρια κρατούν το «τοπούζ» (ξύλινο ρόπαλο που το χρησιμοποιούσαν σαν όπλο στα ταξίδια τους) με το οποίο κτυπούν χάμω «εκβιάζοντας» κατά κάποιο τρόπο τη γονιμότητα της γης.
Η καμήλα είναι μια ξύλινη κατασκευή σκεπασμένη με «τσόλι» (υφαντό από τραγίσιο μαλλί με ένα μακρόστενο λαιμό από προβιά όπως και το κεφάλι της, με κρεμασμένα πολλά μεγάλα μπρούτζινα κουδούνια (τούτσα). Ο θόρυβος των κουδουνιών καθώς η καμήλα κουνιέται συντελεί στο ξύπνημα της φύσης από την χειμωνιάτικη νάρκη.
Η καμήλα στερεώνεται με ζωνάρια δεμένα σταυρωτά πάνω στο ανθρώπινο σώμα και ζυγίζεται με τέχνη για να μην γέρνει και κουράζει τον «καμιλτζή». Ο καμιλτζής φροντίζει να φορά τα καθημερινά καφέ πουτούρια του (από δεύτερης ποιότητας μαλλί και όχι τα μαύρα επίσημα ρούχο.
Οι ντιβιτζήδες, η καμήλα, ο γκαϊντατζής ή ο φιουρτζής (παίζει φλογέρα) συνοδεύουν την παραμονή της Πρωτοχρονιάς τις σάρτες (χορωδίες) από σπίτι σε σπίτι. Οι νοικοκυραίοι αφού ακούσουν τα τραγούδια και τα παινέματά τους κερνούν όλους και δίνουν κάποιο φιλοδώρημα. Πολλές φορές η καμήλα πέφτει κάτω και κάνει την άρρωστη και σηκώνεται μόλις βγει το κέρασμα. Ανήμερα την Πρωτοχρονιά αμέσως μετά την λειτουργία στην εκκλησία, οι ντιβιτζήδες, οι καμήλες και οι μουσικοί ανοίγουν τον χώρο στη πλατεία του χωριού, όπου συμμετέχουν όλοι οι κάτοικοι χορεύοντας κυρίως ζωναράδικο και συγκαθιστό. Επειδή ο ζωναράδικος χορεύεται σε ανοιχτό χώρο, δεν υπάρχει ανάγκη να κρατιούνται από τα ζωνάρια(για εξοικονόμηση χώρου)και κρατιούνται από τα χέρια. Ο χορός χορεύεται «ντούσκος»(στρωτός) γιατί τα τραγούδια που τον συνοδεύουν είναι στρωτά και όχι γρήγορα.
Οι μουσικοί προκειμένου να τιμήσουν και τους ντιβιτζήδες που είναι ανατολικής καταγωγής, παίζουν τον συγκαθιστό που ηχητικά συγγενεύει με χορούς της πατρίδας τους. Οι ντιβιτζήδες και οι καμήλες χορεύουν έντονα, παλαβά και τους αναγκάζουν να παίξουν πιο γρήγορα, ο ρυθμός αρχίζει να γέρνει προς το τσιφτετέλι και γι αυτό λέγεται και κατσιβέλικος (γύφτικος) ή ντιβιτζήδικoς».
Άξιοι συγχαρητηρίων όσοι καταφέρνουν στις μέρες μας να παρακάμπτουν «Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες» και να κρατούν ζωντανή τη μνήμη και άσβεστη τη φλόγα της γνώσης και της παράδοσης, δική μας υποχρέωση να τους στηρίζουμε όσο και όπως μπορούμε.
Και τούτη λοιπόν την Πρωτοχρονιά στο Νέο Μοναστήρι Δομοκού!!!
Δημήτρης Β. Καρέλης
Πηγές:
1. Εργασία Ν. Καλτσουνούδη, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Παράδοση και Τέχνη