Η τότε κυβέρνηση για να προφυλάξει κάποια χωριά από τον αντάρτικο κίνδυνο, τα μάζεψε σε ασφαλέστερο μέρος. Έτσι συγκέντρωσε και τα χωριά της επαρχίας Δομοκού, που βρίσκονται στο Θεσσαλιώτικο κάμπο, το Πουρνάρι, τη Γιακαρόμπα, το Βαρδαλή, τη Τζιόπα,τ η Σκάρμιτσα, τους Βελεσιώτες και το Τσιφλάρ στο Σιδηροδρομικό Σταθμό Δομοκού, την Πετρομαγούλα.
Εκεί έστησε θεόρατες παράγκες με τσίγκο και χαρτόνι, όπου έμεναν μέσα πολλές οικογένειες και στέγασε τους «ανταρτόπληχτους».
Τη φύλαξη του σιδηροδρομικού σταθμού και των συγκεντρωμένων εκεί κατοίκων των χωριών, είχε αναλάβει ο στρατός ο οποίος διέθετε δυο τανκ, πολυβόλα και οπλοπολυβόλα. Όλος ο χώρος γύρω από το σταθμό είχε περιφραχτεί με τρεις σειρές συρματόπλεγμα με παγιδευμένες νάρκες. Και υπήρχαν δυο πύλες απ’ όπου μπορούσε να μπει κανείς ή να βγει από το σταθμό, ύστερα από αυστηρό έλεγχο.
Επειδή όλοι οι χωρικοί τα περισσότερα υπάρχοντά τους, ζώα, γεννήματα, αλεύρι, τα είχαν στα χωριά τους, ήταν αναγκασμένοι να παίρνουν άδεια από τους φρουρούς της πύλης και να πηγαίνουν ομάδες - ομάδες στα χωριά για να πάρουν κάτι για φαγητό.
Κάθε βράδυ οι αντάρτες αλώνιζαν αυτά τα χωριά κι όχι μόνο αυτοί. Αφού έλειπαν οι νοικοκυραίοι, διάφοροι κλέφτες έμπαιναν στα σπίτια, τις αποθήκες και τους στάβλους κι έπαιρναν ό,τι ήθελαν. Μερικές φορές οι αντάρτες έμεναν τη νύχτα και ξημερώνονταν στο χωριό. Το πρωί λοιπόν που έρχονταν από το σιδηροδρομικό σταθμό oι χωρικοί, υπήρχε κίνδυνος να τους πιάσουν οι αντάρτες και να τους πάρουν στο αντάρτικο χωρίς τη θέλησή τους, μια τακτική που εφάρμοσε το Κ.Κ. τα δυο κυρίως τελευταία χρόνια του εμφύλιου. Έτσι αρκετοί βρέθηκαν να πολεμούν με το πιστόλι στο αυτί για κάτι, που όχι μόνο δεν πίστευαν αλλά είχαν κάθε
διάθεση να βρεθούν στην αντίπερα όχθη.
Το αγαπημένο παιγνίδι των μικρών στο σιδηροδρομικό σταθμό ήταν να σκαρφαλώνουν στα βαγόνια, που ήταν αραγμένα πάνω στις σκουριασμένες σιδηρογραμμές ή να βάζουν σφαίρες πάνω στη γραμμή κι όταν περνά το τρένο από πάνω, να σκάζουν στη σειρά.
Μερικές φορές τη νύχτα, όταν κάποιος σκύλος ή καμιά αλεπού περνώντας το συρματόπλεγμα έσκαγε κάποια νάρκα, τότε άναβε το πελεκούδι. Άρχιζαν τροχιοδεικτικές σφαίρες να σκίζουν το σκοτάδι και τα πολυβόλα και τα ατομικά τουφέκια έβαζαν ασταμάτητα μήπως κι ήρθαν οι αντάρτες , μέχρι που δεν άκουγε κανείς απάντηση από την άλλη μεριά και λούφαζαν τα όπλα και ξανάπεφτε η σιωπή στο γύρω χώρο και στις παράγκες, που βρωμούσαν χνώτο, καπνό, κρεμμύδι, ποδαρίλα και πορδή.
Το πρωί έβρισκαν τις περισσότερες φορές σκοτωμένο τον απερίσκεπτο εισβολέα, σκύλο, γάτα ή αλεπού, που πλήρωσε την απόκοτη προσπάθεια της προηγούμενης νύχτας.
Σε λίγο οι ομάδες των χωρικών έφευγαν για τα χωριά τους, να δουλέψουν στα χωράφια, να κόψουν ξύλα ή να φέρουν κάτι φαγώσιμο από το σπίτι. Εκεί τους περίμεναν συνήθως οι γάτες που έμειναν μόνες, πιστοί φύλακες στα κατώγια και τις αποθήκες, δίνοντας την κηρυγμένη μάχη ενάντια στα ποντίκια που περίσσευαν εκείνα τα χρόνια........
ένα μικρό απόσπασμα από ένα μεγαλύτερο έργο μου
Στο σιδηροδρομικό σταθμό Δομοκού 1949
Στο σιδηροδρομικό σταθμό Δομοκού) Όρθιοι από αριστερά: Ανδρέας Σοφαδίτης, Θωμάς Τζιώρας, Αστυνομικός, Βάιος Στεριόπουλος, Αξιωματικός, Κώστας Μπαμπουκλής, τα τρία παιδιά στο γάιδαρο: Γιώργος Παπαδημητρίου, Σεραφείμ Χατζόπουλος (Άγγελος), Γιάγκος Παπαδημητρίου, ο πίσω ψηλός όρθιος άγνωστος, Αθανάσιος Παντίδος, Άγνωστος, Ελισάβετ Χατζή (Λένη), Μήτραινα Παπαδημητρίου. Καθιστοί από αριστερά: Γιάννης Σδρους-Λάζος,Χρήστος Τζιώρας, Γρηγόρης Θεοδωρόπουλος, Στρατιωτικός, Θοδώρα Ρίζου-Κουτλιά.
Και τώρα λίγα ακόμη για τον Γερμανό υπεύθυνο του σιδ. Σταθμού:
Την περίοδο της κατοχής ο γερμανός υπεύθυνος του λατομείου στο σταθμό λέγονταν Χένς. Οι αιχμάλωτοι που δούλευαν στο σταθμό δεν ξεπερνούσαν το 20% του συνόλου των εργαζομένων. Το άλλο 80% αποτελούνταν από κατοίκους των γύρω χωριών, που ήταν υποχρεωμένοι να πηγαίνουν με κάποια σειρά και να δουλεύουν αμισθί. Το 1943 ένας λόχος Ιταλών ήρθε στο Βαρδαλή κι επιδόθηκε σε λεηλασίες. Πολλοί απ' αυτούς σκότωναν κότες στις αυλές κι άρπαζαν διάφορα άλλα είδη, κυρίως τρόφιμα. Κάποιοι Βαρδαλιώτες, που γνώριζαν τον Χένς πήγαν και του το ανέφεραν ζητώντας την βοήθειά του. Εκείνος καβάλησε το άλογό του και όταν έφτασε στο Βαρδαλή άρχισε να ρίχνει με το πιστόλι του διατάζοντας τους Ιταλούς να τα παρατήσουν όλα και να φύγουν. Πράγμα και το οποίο έγινε.
Γύρω στο 1960 ο Χένς ήρθε από τη Γερμανία σαν τουρίστας κι επισκέφτηκε το Βαρδαλή και κάποια άλλα χωριά όπου οι χωριανοί τον υποδέχτηκαν με χαρά και τον φιλοξένησαν......
Σεραφείμ Χρ. Χατζόπουλος