Με σημερινή της απόφαση η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα στήριξης του Ελληνικού Δημοσίου προς τη Γενική Μεταλλευτική και Μεταλλουργική Εταιρεία ΛΑΡΚΟ (ΑΕ) προσέδωσαν στην επιχείρηση αθέμιτο πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών της, κατά παράβαση των κανόνων της ΕΕ, για τις κρατικές ενισχύσεις.
Οι αυξήσεις κεφαλαίου και οι εγγυήσεις του Δημοσίου ανέρχονταν συνολικά σε 136 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με την απόφαση, η ΛΑΡΚΟ πρέπει τώρα να επιστρέψει το ποσό εντόκως, ώστε να αμβλυνθούν οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που προκλήθηκαν από την ασύμβατη ενίσχυση.
Ορισμένα στοιχεία ενεργητικού της ΛΑΡΚΟ, που είναι κρατική επιχείρηση, βρίσκονται υπό ιδιωτικοποίηση, σημειώνει η Επιτροπή, η οποία αποφάνθηκε ακόμη ότι η υποχρέωση επιστροφής της ασύμβατης ενίσχυσης δεν θα μεταβιβαστεί στους αγοραστές αυτών των στοιχείων.
Τον Μάρτιο του 2013, η Επιτροπή κίνησε σε βάθος έρευνα για ορισμένα μέτρα στήριξης της ΛΑΡΚΟ από το Ελληνικό Δημόσιο, όπως αύξηση κεφαλαίου ύψους 45 εκατομμυρίων ευρώ το 2009 και μια σειρά κρατικών εγγυήσεων την περίοδο 2008-2010. Τα μέτρα αυτά δεν κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή για προηγούμενη έγκριση, όπως απαιτούσαν οι κανόνες της ΕΕ. Από την έρευνα προέκυψε ότι κανένας ιδιωτικός φορέας δεν θα είχε δεχθεί να επενδύσει στη ΛΑΡΚΟ υπό τέτοιους όρους και ότι, επομένως, τα εν λόγω μέτρα συνιστούσαν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια των κανόνων της ΕΕ.
Η ΛΑΡΚΟ αντιμετώπιζε οικονομικές δυσχέρειες τουλάχιστον από το 2008. Σύμφωνα με τους κανόνες της ΕΕ, μια τέτοια επιχείρηση μπορεί να λάβει κρατική ενίσχυση στο πλαίσιο είτε σχεδίου αναδιάρθρωσης για τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητάς της, είτε σχεδίου εξυγίανσης για την εύρυθμη εκκαθάρισή της. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται ότι το δημόσιο χρήμα δαπανάται στο ελάχιστο και δεν σπαταλάται σε προβληματικές επιχειρήσεις που διατηρούνται τεχνητά στην αγορά. Ωστόσο, όπως αναφέρει σήμερα η Κομισιόν, η Ελλάδα δεν υπέβαλε ποτέ σχέδιο αναδιάρθρωσης ή εξυγίανσης της ΛΑΡΚΟ. Συνεπώς, τα μέτρα ενίσχυσης δεν μπορούν να δικαιολογηθούν βάσει των κανόνων της ΕΕ.
Τον Δεκέμβριο του 2013, στο πλαίσιο του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων, η Ελλάδα γνωστοποίησε στην Επιτροπή την πρόθεσή της να πωλήσει, μέσω ανοικτών διαγωνισμών, ορισμένα στοιχεία ενεργητικού τα οποία είτε διαχειριζόταν η ΛΑΡΚΟ είτε ανήκαν σε αυτήν: το μεταλλουργικό εργοστάσιο στη Λάρυμνα, μέρος των μεταλλείων Αγίου Ιωάννη, μέρος των μεταλλείων Ευβοίας και τα μεταλλεία Καστοριάς.
Η Επιτροπή εξέτασε, σε χωριστή έρευνα, κατά πόσον η πώληση θα είχε ως αποτέλεσμα να συνεχίσει η επιχείρηση τη δραστηριότητά της με νέα επωνυμία. Ωστόσο, καθώς η πώληση διεξάγεται μέσω ανοικτών διαγωνισμών και αφορά μόνο μέρος των δραστηριοτήτων της ΛΑΡΚΟ, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται οικονομική συνέχεια και ότι η πώληση δεν πραγματοποιείται για να αποφευχθεί η επιστροφή της ασύμβατης κρατικής ενίσχυσης. Συνεπώς, η υποχρέωση επιστροφής της ασύμβατης ενίσχυσης δεν θα μεταβιβαστεί στους αγοραστές των εν λόγω στοιχείων ενεργητικού, αλλά θα εξακολουθήσει να βαρύνει τη ΛΑΡΚΟ.
(ΑΠΕ-ΜΠΕ)
Πηγή: kathimerini.gr
Οι αυξήσεις κεφαλαίου και οι εγγυήσεις του Δημοσίου ανέρχονταν συνολικά σε 136 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με την απόφαση, η ΛΑΡΚΟ πρέπει τώρα να επιστρέψει το ποσό εντόκως, ώστε να αμβλυνθούν οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που προκλήθηκαν από την ασύμβατη ενίσχυση.
Ορισμένα στοιχεία ενεργητικού της ΛΑΡΚΟ, που είναι κρατική επιχείρηση, βρίσκονται υπό ιδιωτικοποίηση, σημειώνει η Επιτροπή, η οποία αποφάνθηκε ακόμη ότι η υποχρέωση επιστροφής της ασύμβατης ενίσχυσης δεν θα μεταβιβαστεί στους αγοραστές αυτών των στοιχείων.
Τον Μάρτιο του 2013, η Επιτροπή κίνησε σε βάθος έρευνα για ορισμένα μέτρα στήριξης της ΛΑΡΚΟ από το Ελληνικό Δημόσιο, όπως αύξηση κεφαλαίου ύψους 45 εκατομμυρίων ευρώ το 2009 και μια σειρά κρατικών εγγυήσεων την περίοδο 2008-2010. Τα μέτρα αυτά δεν κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή για προηγούμενη έγκριση, όπως απαιτούσαν οι κανόνες της ΕΕ. Από την έρευνα προέκυψε ότι κανένας ιδιωτικός φορέας δεν θα είχε δεχθεί να επενδύσει στη ΛΑΡΚΟ υπό τέτοιους όρους και ότι, επομένως, τα εν λόγω μέτρα συνιστούσαν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια των κανόνων της ΕΕ.
Η ΛΑΡΚΟ αντιμετώπιζε οικονομικές δυσχέρειες τουλάχιστον από το 2008. Σύμφωνα με τους κανόνες της ΕΕ, μια τέτοια επιχείρηση μπορεί να λάβει κρατική ενίσχυση στο πλαίσιο είτε σχεδίου αναδιάρθρωσης για τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητάς της, είτε σχεδίου εξυγίανσης για την εύρυθμη εκκαθάρισή της. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται ότι το δημόσιο χρήμα δαπανάται στο ελάχιστο και δεν σπαταλάται σε προβληματικές επιχειρήσεις που διατηρούνται τεχνητά στην αγορά. Ωστόσο, όπως αναφέρει σήμερα η Κομισιόν, η Ελλάδα δεν υπέβαλε ποτέ σχέδιο αναδιάρθρωσης ή εξυγίανσης της ΛΑΡΚΟ. Συνεπώς, τα μέτρα ενίσχυσης δεν μπορούν να δικαιολογηθούν βάσει των κανόνων της ΕΕ.
Τον Δεκέμβριο του 2013, στο πλαίσιο του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων, η Ελλάδα γνωστοποίησε στην Επιτροπή την πρόθεσή της να πωλήσει, μέσω ανοικτών διαγωνισμών, ορισμένα στοιχεία ενεργητικού τα οποία είτε διαχειριζόταν η ΛΑΡΚΟ είτε ανήκαν σε αυτήν: το μεταλλουργικό εργοστάσιο στη Λάρυμνα, μέρος των μεταλλείων Αγίου Ιωάννη, μέρος των μεταλλείων Ευβοίας και τα μεταλλεία Καστοριάς.
Η Επιτροπή εξέτασε, σε χωριστή έρευνα, κατά πόσον η πώληση θα είχε ως αποτέλεσμα να συνεχίσει η επιχείρηση τη δραστηριότητά της με νέα επωνυμία. Ωστόσο, καθώς η πώληση διεξάγεται μέσω ανοικτών διαγωνισμών και αφορά μόνο μέρος των δραστηριοτήτων της ΛΑΡΚΟ, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται οικονομική συνέχεια και ότι η πώληση δεν πραγματοποιείται για να αποφευχθεί η επιστροφή της ασύμβατης κρατικής ενίσχυσης. Συνεπώς, η υποχρέωση επιστροφής της ασύμβατης ενίσχυσης δεν θα μεταβιβαστεί στους αγοραστές των εν λόγω στοιχείων ενεργητικού, αλλά θα εξακολουθήσει να βαρύνει τη ΛΑΡΚΟ.
(ΑΠΕ-ΜΠΕ)
Πηγή: kathimerini.gr