Γιατί ο λεγόμενος αντιρατσιστικός νόμος είναι το απόλυτο έκτρωμα
Ναπολέων Λιναρδάτος
Ναπολέων Λιναρδάτος
Αυτή την Παρασκευή στην Βουλή θα ψηφιστεί νομοσχέδιο σταθμός στη υποβάθμιση των δικαιωμάτων του Έλληνα πολίτη. Αυτό το νομοσχέδιο έκτρωμα, η κυβέρνηση Βενιζέλου-Σαμαρά, προσπαθεί να το περάσει στα μουλωχτά στο τρίτο θερινό τμήμα της Βουλής. Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, γιατί το όλο εγχείρημα δεν είναι τίποτε λιγότερο από μια δια νόμου κατάργηση του Συντάγματος.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης, κ Αθανασίου, υποστηρίζει ότι ο αντιρατσιστικός νόμος είναι αναγκαίος για να αντιμετωπισθούν διάφορα ρατσιστικά φαινόμενα βίας. Καταρχήν, είναι μια μεγάλη έκπληξη που ο κ. Αθανασίου δείχνει ενδιαφέρον για την βία. Ας μην ξεχνάμε ότι είναι ο υπουργός που αυτό το καλοκαίρι, πάλι σε θερινό τμήμα της Βουλής, πέρασε το νόμο 4274 που αποφυλακίζει πρόωρα μεγαλεμπόρους ναρκωτικών. Είναι ο ίδιος υπουργός όπου στην διάρκεια της θητείας του το υπουργείο Δικαιοσύνης έδινε αλλεπάλληλες άδειες εξόδου σε δολοφόνους τρομοκρατικών οργανώσεων.
Αλλά, προς χάριν του διαλόγου, ας υποθέσουμε ότι ο κ. Αθανασίου λίαν προσφάτως έγινε υπεραισθητός στα θέματα εγκληματικότητας και βίας. Πως αποδεικνύει ότι η ελευθερία του λόγου ευθύνεται για τα συγκεκριμένα κρούσματα βίας; Στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια όλα τα εγκλήματα, ανεξαρτήτως κινήτρου, έχουν γνωρίσει αλματώδη άνοδο. Γιατί μόνο τα εγκλήματα με ρατσιστικά κίνητρα ενδιαφέρουν την κυβέρνηση; Γιατί η κυβέρνηση που αφήνει ελεύθερους τους έμπορους ναρκωτικών, τρομοκράτες, παιδεραστές και βιαστές, ξαφνικά την ενδιαφέρει μόνο η βία με τα συγκεκριμένα κίνητρα και μάλιστα βρίσκει ένοχη για αυτά την συνταγματική ελευθερία του Έλληνα πολίτη να σκέπτεται και να εκφράζεται ελεύθερα; Γιατί οι αυστηρότερες ποινές για εγκληματικές πράξεις δεν είναι η λύση στο πρόβλημα;
Κανένα από αυτά τα ερωτήματα και πολλά άλλα δεν θα τεθούν στην Βουλή, αλλά ούτε και στα ΜΜΕ. Κατά κάποιο τρόπο θα πρέπει να δεχθούμε ότι ο δημόσιος διάλογος που διεξάγεται στα ΜΜΕ για αυτό το θέμα είναι μεταξύ αυτών συμφωνούν με το νόμο και αυτών που συμφωνούν πολύ. Το μόνο που μπορούμε να ακούσουμε για τους διαφωνούντες προέρχεται από τους συμφωνούντες και περιορίζεται στους χαρακτηρισμούς ότι οι διαφωνούντες είναι λυσσασμένοι, υστερικοί, ρατσιστές και φασίστες.
Λέγεται ως επιχείρημα ότι ο νόμος αυτός είναι επίσης αναγκαίος γιατί η Ευρωπαϊκή Ένωση διεκδικεί από τα κράτη μέλη να νομοθετήσουν ακριβώς έτσι. Άλλο ένα ψέμα. Η ΕΕ καλεί τα κράτη να πάρουν μέτρα κατά της ρατσιστικής βίας χωρίς να έχει συγκεκριμένες συνταγές για το πως θα γίνει αυτό. Ειδικά το θέμα της ελευθερίας του λόγου, η ΕΕ το αφήνει αποκλειστικά στην κρίση της κάθε κράτους.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι αυτό το νομοσχέδιο προϋποθέτει σημαντικές ποσότητες ψεύδους και προπαγάνδας. Η φύση του νομοσχεδίου επιβάλλει μια ρητορεία που βασικό σκοπό έχει να αποφύγει και συσκοτίσει όλα τα ουσιώδη ζητήματα γύρο από αυτό το θέμα. Έτσι καλούμαστε να αγνοήσουμε το γεγονός ότι με αυτό το νομοσχέδιο πολιτικοποιείται ο ρόλος του δικαστή, αφού καλείται να αποφασίζει για το ποιες πολιτικές απόψεις είναι επιτρεπτές σύμφωνα με τους κυβερνώντες και ποιες όχι. Καλείται ο δικαστής να αποφασίζει για το ποιες είναι οι ορθές απόψεις για ιστορικά γεγονότα που το άτομο δικαιούται να έχει και ποιες όχι. Αν όλα τα παραπάνω δεν είναι μια κατάφωρη παραβίαση των κανόνων της αστικής δημοκρατίας, τότε όλα επιτρέπονται στους κυβερνώντες.
Οι αρχές του διαφωτισμού που απελευθέρωσαν το άτομο από τα δεσμά των κρατούντων, της δεισιδαιμονίας και της αυθεντίας υποχωρούν μπροστά στην επίθεση των νεοσκοταδιστών της πολιτικής ορθότητας. Ο πολίτης πλέον δεν κρίνεται ικανός να ερευνά και να συνδιαλέγεται ελεύθερα. Οι κρατούντες ξέρουν καλύτερα.
Οφείλουμε πάντως να αναγνωρίσουμε στον κ. Σαμαρά και τους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας την πολιτική συνέπεια που τους διακρίνει. Με τον ΕΝΦΙΑ και όλους τους άλλους φόρους προχωρούν στην δήμευση της ιδιωτικής περιουσίας στην Ελλάδα. Με τον νόμο λογοκρισίας που θα ψηφίσουν προχωρούν στην κρατικοποίηση του πολιτικού διαλόγου. Η παράδοση της σοσιαλμανίας είναι τελικά η μόνη παράδοση της Νέας Δημοκρατίας. Κρίμα που κατηγορούν τον ΣΥΡΙΖΑ επειδή σχεδιάζει για το μέλλον όλα αυτά που οι ίδιοι εφαρμόζουν σήμερα.
Αυτή την εβδομάδα με συνοπτικές διαδικασίες και με περιορισμένο και ελεγχόμενο διάλογο η κυβέρνηση Βενιζέλου-Σαμαρά θα καταργήσει δια νόμου μια βασική συνταγματική ελευθερία των Ελλήνων πολιτών. Μετά από την ψήφιση αυτού του νομοσχεδίου δεν θα υπάρξουν μαζικές συλλήψεις και διώξεις. Τα πράγματα θα κινηθούν στους συνήθεις ρυθμούς. Όμως πίσω από αυτή την ψευδή αίσθηση της ομαλότητας κάτι σημαντικό θα έχει αλλάξει. Για πρώτη φορά μετά από την αποκατάσταση της δημοκρατίας το κράτος ξαναμπαίνει στην διεύθυνση του πολιτικού διαλόγου. Αυτό είναι το πρώτο και πιο σημαντικό βήμα σε αυτή την κατηφόρα. Ότι ακολουθήσει πλέον θα είναι απλά οι συνέπειες. Φαίνεται, πως τα 40 χρόνια είναι το χρονικό διάστημα στο οποίο πολλά ξεχνιούνται.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης, κ Αθανασίου, υποστηρίζει ότι ο αντιρατσιστικός νόμος είναι αναγκαίος για να αντιμετωπισθούν διάφορα ρατσιστικά φαινόμενα βίας. Καταρχήν, είναι μια μεγάλη έκπληξη που ο κ. Αθανασίου δείχνει ενδιαφέρον για την βία. Ας μην ξεχνάμε ότι είναι ο υπουργός που αυτό το καλοκαίρι, πάλι σε θερινό τμήμα της Βουλής, πέρασε το νόμο 4274 που αποφυλακίζει πρόωρα μεγαλεμπόρους ναρκωτικών. Είναι ο ίδιος υπουργός όπου στην διάρκεια της θητείας του το υπουργείο Δικαιοσύνης έδινε αλλεπάλληλες άδειες εξόδου σε δολοφόνους τρομοκρατικών οργανώσεων.
Αλλά, προς χάριν του διαλόγου, ας υποθέσουμε ότι ο κ. Αθανασίου λίαν προσφάτως έγινε υπεραισθητός στα θέματα εγκληματικότητας και βίας. Πως αποδεικνύει ότι η ελευθερία του λόγου ευθύνεται για τα συγκεκριμένα κρούσματα βίας; Στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια όλα τα εγκλήματα, ανεξαρτήτως κινήτρου, έχουν γνωρίσει αλματώδη άνοδο. Γιατί μόνο τα εγκλήματα με ρατσιστικά κίνητρα ενδιαφέρουν την κυβέρνηση; Γιατί η κυβέρνηση που αφήνει ελεύθερους τους έμπορους ναρκωτικών, τρομοκράτες, παιδεραστές και βιαστές, ξαφνικά την ενδιαφέρει μόνο η βία με τα συγκεκριμένα κίνητρα και μάλιστα βρίσκει ένοχη για αυτά την συνταγματική ελευθερία του Έλληνα πολίτη να σκέπτεται και να εκφράζεται ελεύθερα; Γιατί οι αυστηρότερες ποινές για εγκληματικές πράξεις δεν είναι η λύση στο πρόβλημα;
Κανένα από αυτά τα ερωτήματα και πολλά άλλα δεν θα τεθούν στην Βουλή, αλλά ούτε και στα ΜΜΕ. Κατά κάποιο τρόπο θα πρέπει να δεχθούμε ότι ο δημόσιος διάλογος που διεξάγεται στα ΜΜΕ για αυτό το θέμα είναι μεταξύ αυτών συμφωνούν με το νόμο και αυτών που συμφωνούν πολύ. Το μόνο που μπορούμε να ακούσουμε για τους διαφωνούντες προέρχεται από τους συμφωνούντες και περιορίζεται στους χαρακτηρισμούς ότι οι διαφωνούντες είναι λυσσασμένοι, υστερικοί, ρατσιστές και φασίστες.
Λέγεται ως επιχείρημα ότι ο νόμος αυτός είναι επίσης αναγκαίος γιατί η Ευρωπαϊκή Ένωση διεκδικεί από τα κράτη μέλη να νομοθετήσουν ακριβώς έτσι. Άλλο ένα ψέμα. Η ΕΕ καλεί τα κράτη να πάρουν μέτρα κατά της ρατσιστικής βίας χωρίς να έχει συγκεκριμένες συνταγές για το πως θα γίνει αυτό. Ειδικά το θέμα της ελευθερίας του λόγου, η ΕΕ το αφήνει αποκλειστικά στην κρίση της κάθε κράτους.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι αυτό το νομοσχέδιο προϋποθέτει σημαντικές ποσότητες ψεύδους και προπαγάνδας. Η φύση του νομοσχεδίου επιβάλλει μια ρητορεία που βασικό σκοπό έχει να αποφύγει και συσκοτίσει όλα τα ουσιώδη ζητήματα γύρο από αυτό το θέμα. Έτσι καλούμαστε να αγνοήσουμε το γεγονός ότι με αυτό το νομοσχέδιο πολιτικοποιείται ο ρόλος του δικαστή, αφού καλείται να αποφασίζει για το ποιες πολιτικές απόψεις είναι επιτρεπτές σύμφωνα με τους κυβερνώντες και ποιες όχι. Καλείται ο δικαστής να αποφασίζει για το ποιες είναι οι ορθές απόψεις για ιστορικά γεγονότα που το άτομο δικαιούται να έχει και ποιες όχι. Αν όλα τα παραπάνω δεν είναι μια κατάφωρη παραβίαση των κανόνων της αστικής δημοκρατίας, τότε όλα επιτρέπονται στους κυβερνώντες.
Οι αρχές του διαφωτισμού που απελευθέρωσαν το άτομο από τα δεσμά των κρατούντων, της δεισιδαιμονίας και της αυθεντίας υποχωρούν μπροστά στην επίθεση των νεοσκοταδιστών της πολιτικής ορθότητας. Ο πολίτης πλέον δεν κρίνεται ικανός να ερευνά και να συνδιαλέγεται ελεύθερα. Οι κρατούντες ξέρουν καλύτερα.
Οφείλουμε πάντως να αναγνωρίσουμε στον κ. Σαμαρά και τους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας την πολιτική συνέπεια που τους διακρίνει. Με τον ΕΝΦΙΑ και όλους τους άλλους φόρους προχωρούν στην δήμευση της ιδιωτικής περιουσίας στην Ελλάδα. Με τον νόμο λογοκρισίας που θα ψηφίσουν προχωρούν στην κρατικοποίηση του πολιτικού διαλόγου. Η παράδοση της σοσιαλμανίας είναι τελικά η μόνη παράδοση της Νέας Δημοκρατίας. Κρίμα που κατηγορούν τον ΣΥΡΙΖΑ επειδή σχεδιάζει για το μέλλον όλα αυτά που οι ίδιοι εφαρμόζουν σήμερα.
Αυτή την εβδομάδα με συνοπτικές διαδικασίες και με περιορισμένο και ελεγχόμενο διάλογο η κυβέρνηση Βενιζέλου-Σαμαρά θα καταργήσει δια νόμου μια βασική συνταγματική ελευθερία των Ελλήνων πολιτών. Μετά από την ψήφιση αυτού του νομοσχεδίου δεν θα υπάρξουν μαζικές συλλήψεις και διώξεις. Τα πράγματα θα κινηθούν στους συνήθεις ρυθμούς. Όμως πίσω από αυτή την ψευδή αίσθηση της ομαλότητας κάτι σημαντικό θα έχει αλλάξει. Για πρώτη φορά μετά από την αποκατάσταση της δημοκρατίας το κράτος ξαναμπαίνει στην διεύθυνση του πολιτικού διαλόγου. Αυτό είναι το πρώτο και πιο σημαντικό βήμα σε αυτή την κατηφόρα. Ότι ακολουθήσει πλέον θα είναι απλά οι συνέπειες. Φαίνεται, πως τα 40 χρόνια είναι το χρονικό διάστημα στο οποίο πολλά ξεχνιούνται.