Αναζητώντας την ιστορία της αρχαίας Ακρόπολης του Ερινεού, στο Πετρωτό Δομοκού
Ιχνογραφεί ο Δημήτρης Β. Καρέλης*
Ανατολικά του Δομοκού και νότια των Φαρσάλων, σ’ ένα σημείο όπου
συμπλέκονται οι ανατολικές πλαγιές του Ναρθάκιου όρους με τις
νοτιοδυτικές παραφυάδες της Όθρυος, βρίσκονται τα ερείπια μια αρχαίας
πόλεως, πολύ σημαντικής όπως μαρτυρούν τούτα τ’ απομεινάρια. Τα ερείπιά
της αρχαιότατης πόλεως της Φθιώτιδας εντοπίζονται νοτιοανατολικά του
Πετρωτού και βόρεια της Αχλαδιάς Δομοκού, μεταξύ της αρχαίας Κορώνειας
και του Ναρθακίου και πάνω σε μικρό λοφίσκο, σε εξαιρετικά επιβλητική
θέση. Από κει αγναντεύει κανείς την πεδιάδα της Μελιταίας και τις ψηλές
κορφές της Όθρης, τόπος οχυρός και φυσικά ενισχυμένος, πράγμα απαραίτητο
για την ασφάλεια των κατοίκων της.
Τούτη η «καστροπολιτεία», ο αρχαίος Ερινεός, από την πρώτη κιόλας
επίσκεψή μου στο χώρο, μου θύμισε έντονα και χωρίς υπερβολή, την αρχαία
ακρόπολη των Μυκηνών, εξαιρουμένης της Πύλης των Λεόντων… Ποιος γνωρίζει
όμως τι κρύβει στα σπλάχνα του τούτος ο λόφος με το αρχαίο κάστρο;
Κατά τον Γεωργιάδη βρίσκονται εκεί σπουδαία Ελληνικά ερείπια των τειχών
της πόλης και προς το ψηλότερο μέρος του λόφου, της ακροπόλεως. Ο
Στέφανος Βυζάντιος αναφέρει τρεις πόλεις με το ίδιο όνομα: «'Ερινεός,
πόλις Δωριέων υπό τον Παρνασόν• λέγεται και Ερίνειος• έτι και Ιταλίας
άλλη και Αχαΐας• Ο πολίτης Έρινεάτης και Έρινεύς». Ο Ερινεός
απαριθμείται από το Στράβωνα ως «πόλις Φθιώτις, μεταξύ Ναρθακίου και
Κορωνείας» (Γεωγρ. Θ.C 434), μία απ΄ τις σημαντικότερες πόλεις της
Φθιώτιδας ή του μέρους εκείνου της Θεσσαλίας όπου ασκούσε εξουσία του ο
Αχιλλέας.
Ο Γεώργιος Δημητρούλας στα «Θεσσαλικά Χρονικά» του 1935, κάνει μια
σημαντικότατη αναφορά στην Ακρόπολη του Ερινεού: «Έναντι της πόλεως του
Δομοκού και επί κατάντικρυ της Μελιταίας πλευράς του Ναθρακίου όρους
υψούνται επιβλητικά τα ερείπια ετέρας αρχαιοτάτης πόλεως. Εις την θέσιν
ταύτης τινές τοποθετούν την αρχαίαν πόλιν Ναρθάκιον. Άλλοι την του
Ερινεού (Πετρωτόν). Η λαϊκή παράδοσις πιστεύει ότι ενυπάρχει εντός αυτής
κεχωσμένον το χρυσούν άρμα του Αχχιλέως, όπερ οι συμπολεμισταί αυτού
μετέφερον μετά την άλωσιν της Τροίας και το αφιέρωσαν εις την Ακρόπολιν
τοιαύτης. Τα επιβλητικά αυτής τείχη κρυπτόμενα υπό πανυψήλων πρίνων
έχουσι ύψος πέντε μέτρων, πλάτος υπέρ τα τέσσερα μέτρα, η δε περίμετρος
της όλης Ακροπόλεως είναι υπέρ τα πέντε χιλιόμετρα. Οι λίθοι εξ ων
εκτίσθη η Ακρόπολις αύτη, ανήκουσι εις κροκαλοπαγή στρώματα
προσομοιάζοντα προς το σημερινό γκρος - μπετόν αρμέ, ομοίας φύσεως με
τους βράχους των Μετεώρων, και είναι αδύνατον να ανακαλυφθεί πόθεν
ανωρύχθησαν και μεταφέρθησαν εκεί, διότι ουδαμού της επαρχίας Δομοκού
και Φαρσάλων απαντάται τοιούτον κροκαλοπαγές στρώμα. Κατά τους ειδότας
είναι ο αρχαιότερος συσταθείς εν Θεσσαλία συνοικισμός της αυτής περιόδου
με τον Μαρμαρίανης – Αγυιάς. Η πόλις φαίνεται πως έφτασε εις μεγάλην
ακμήν κατά τους πανάρχαιους χρόνους, λόγω των μεταλλείων χαλκού, τα
οποία παρ’ αυτή υπάρχουσι και φαίνεται ότι έχουσι εντατικότατα παρά των
αρχαίων εκμεταλλευθεί. Εν τη Αρχαία Ακροπόλει του Ναρθακίου όρους
υπάρχει σήμερον ακόμη πληθύς αγγείων τεθραυσμένων και δύναται ο
επισκέπτης ακόμη να συλλέξη τοιαύτα. Οι δε τα πέριξ κτήματα
καλλιεργούντες χωρικοί πολλάκις δια των αρότρων τους φέρουσι εις
επιφάνειαν υπερμεγέθεις λίθους ή μαρμάρινας πλάκας», (Θεσ. Χρον. Σελ.
404, Γ. Δημητρούλας, 1937). «Πόλη πλησίον του χωριού Τσιατμά, κοντά στο
χωριό Καρατζάλι (Αχλαδιά), μνημονεύεται από τον Πτολεμαίο και τον
Στράβωνα.», αναφέρει ο Θεόδωρος Καρατζάς (1962).
Η λέξη «ερινεός» αποδίδει τον νεαρό βλαστό της αγριοσυκιάς, του «Ιερού
Δένδρου» (σήμερα ορνιός, ορνός, αρνός ή ρηνιός, εκ του ερίζω, ερινός
και ερινεός, «εριστικόν γαρ εστί το δένδρον, ανέρχεται γαρ και εις
τοίχους και εις έκαστον τόπον», Ετυμ. το Μέγα). Το Ιερό του Διόνυσου στα
Ύρια της Νάξου είναι κυκλωμένο και από ελιές και από «ερινεούς»
(αγριοσυκιές). Μάλιστα, αυτή η αρχαία λέξη στις Κυκλάδες και στην Κρήτη
διατηρεί τον αρχαίο ήχο της με μια ανεπαίσθητη παραλλαγή. Ακόμη Ερινεός
ονομαζόταν ο τόπος απ' όπου ο Πλούτων κατέβηκε στον Κάτω Κόσμο, αφού
άρπαξε την Περσεφόνη, (Παυσανίας 1.37,2 και 1.38,5).
Σήμερα σώζεται μεγάλο μέρος των τειχών της πόλεως, χώρος που χωρίς
αμφιβολία, χρήζει σοβαρής αρχαιολογικής έρευνας, όπως εύκολα διαπιστώνει
και ο σημερινός επισκέπτης και πράγματι όπως ανέφερε και ο Γ.
Δημητρούλας το 1937, προκαλεί μεγάλη εντύπωση το πετρώδες υλικό των
τειχών.
Μια σοβαρή προσέγγιση από τις τοπικές αρχές θα ενέτασσε και τούτη τη
σημαντική αρχαία ακρόπολη του τόπου μας σε ένα πρόγραμμα ανάδειξης των
εννέα συνολικά όμοιας αξίας αρχαιολογικών χώρων, κάτι που ως τα τώρα
συνέβη μόνο για την αρχαία ακρόπολη της Πρόερνας στο Νέο Μοναστήρι
Δομοκού.
Οψόμεθα…
Δημήτρης Β. Καρέλης
*Φοιτητής, υπότροφος αριστείας 2015-16, στο τμήμα Σπουδών στον
Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών (Σ.Α.Σ.) του ΕΑΠ.
Πηγή: Δημήτρης Β. Καρέλης «Η γη που γεννήθηκε ο Έλληνας: Η ιστορία της Βόρειας Φθιώτιδας και του Δομοκού», 2013.