Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Φθιώτιδος κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ
Στις
15 Νοεμβρίου του έτους 1988 εκοιμήθη εν Κυρίω νοσηλευόμενος σε Κλινική
των Αθηνών ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρός
Ιερώνυμος ο Α΄. Εις Μνημόσυνον αυτού δίδω στην δημοσιότητα ένα σημαντικό
κείμενό του που αφορά στην απολογία του για κατηγορίες που του
απηγγέλθησαν με την υπ’αριθμ. 1.2.1977 παραγγελία του Εισαγγελέως
Πλημμελειοδικών Αθηνών ότι κατά τα έτη της Αρχιεπισκοπείας του εζημίωσε
την Εκκλησία.
Το
ιστορικό αυτό κείμενο του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου καθώς επίσης και μια
άλλη απολογία του διαδόχου του αειμνήστου Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ μου
παρέδωσε ο μακαρίτης Γεώργιος Τζανετής, πρόεδρος Εφετών, ο οποίος
προσωπικά είχε διενεργήσει την ανάκριση. Ας είναι η μνήμη του αιωνία.
Το
θέμα της Εκκλησιαστικής περιουσίας ήταν ένα μεγάλο πρόβλημα με
δυσάρεστες εξελίξεις για όλους σχεδόν τους Αρχιεπισκόπους Αθηνών, οι
οποίοι πέραν των εσωτερικών εκκλησιαστικών διαφωνιών για τους τρόπους
αξιοποιήσεώς της είχαν να αντιμετωπίσουν και τις αρπακτικές διαθέσεις
της πολιτείας, η οποία με τα όργανά της διεκδικήθηκε με δικαστικές
περιπέτειες τους αρνηθέντας να συνεργασθούν στην παράδοσή της κατά τις
ορέξεις των διοικούντων. Μνημειώδης είναι η έκθεσις (1952) προς την
Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών
Σπυρίδωνος, εις την οποίαν περιγράφει με τα μελανότερα χρώματα την
συμπεριφορά των τότε κρατούντων προς την Εκκλησία ομιλών για την «έκνομο
λεηλασία» της Εκκλησιαστικής περιουσίας.
Γράφει
ο γενναίος Σπυρίδων: «Τελευταίως ήλλαξεν η όψις της και την θέσιν της
δωρεάς κατελαβεν η αρπαγή. Απαλλοτριώσεις, επιτάξεις, καταλήψεις,
καταπατήσεις αστικών και αγροτικών κτημάτων της Εκκλησίας εγένοντο
σποραδικώς κατ’ αρχάς, ομαδικώς δε από του 1917 μέχρι του 1933, ότε η
Εκκλησία εστερήθη τεραστίων εις έκτασιν κτημάτων αυτής υπό διαφόρους
λόγους, χωρίς τινός αποζημιώσεως, εκτός ελαχίστως δι’ ολίγα κτήματα.
...Η περιουσία διεμοιράζετο εις πλουσίους κτηματίας έχοντας την ιδιότητα
της κομματικής φιλίας». (Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος
Σπυρίδωνος, Έκθεσις ενώπιον της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της
Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 1952, σ. 94).
Από
την εποχή του Μάουερ άρχισε η διαρπαγή της Εκκλησιαστικής περιουσίας με
διάφορα προσχήματα, όπως αποκατάσταση ακτημόνων, ενίσχυση προσφύγων
κ.α. και συνεχίσθηκε με όλες τις πολιτικές καταστάσεις με νέες
απαιτήσεις της πολιτείας και με αφόρητες πιέσεις προς την Εκκλησία για
συμβιβαστικές λύσεις, οι οποίες ήσαν πάντοτε προς όφελος της Πολιτείας.
Ο
Αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος ο Α΄ ευθύς ως ανέλαβε τους οίακες
της Εκκλησίας της Ελλάδος ενέσκηψε με υπευθυνότητα εις το μεγάλο και
ακανθώδες πρόβλημα της Εκκλησιαστικής περιουσίας διοργανώνοντας τις
υπηρεσίες της Ιεράς Συνόδου και επιστρατεύοντας πρόσωπα ικανά για την
κατάρτιση σχεδίου και προγράμματος για τη διαφύλαξη και αξιοποίηση της
Εκκλησιαστικής περιουσίας. Όλα τα σχέδιά του ημπορεί ο ενδιαφερόμενος να
τα έχει μελετώντας το βιβλίο του αειμνήστου Αρχιεπισκόπου «Εις το
πηδάλιον της Εκκλησίας, τόμος Δεύτερος, τεύχος Α΄, εν Αθήναις 1975, σ,
307-345» και επίσης το βιβλίο «περί του οικονομικού προβλήματος της
Εκκλησίας».
Το
περίεργο είναι, ότι στα εκκλησιαστικά πράγματα υπάρχει κάποιος κακός
δαίμων, ο οποίος φορτώνει στους προαπελθόντας Προκαθημένους υπαρκτά και
φανταστικά οικονομικά σκάνδαλα που έχουν σχέση με την Εκκλησιαστική
περιουσία. Όσοι υπηρέτησαν σ’ αυτόν τον τομέα ηνηγκάσθησαν και
αναγκάζονται να σύρονται στα δικαστήρια και να απολογούνται, γιατί
εργάσθηκαν με αφοσίωση και προσεπάθησαν να αξιοποιήσουν την
Εκκλησιαστική περιουσία, γιατί δεν ενέδωσαν στις πιέσεις διαφόρων
παραγόντων κλπ. Μετά την μεταπολίτευση στο πρόγραμμα της λογοδοσίας όλων
των υπηρεσιακών παραγόντων της περιόδου της επταετίας κατηγορήθηκαν οι
δύο Αρχιεπίσκοποι, ο αείμνηστος Ιερώνυμος ο Α΄ και ο διάδοχός του
αείμνηστος Σεραφείμ. Πολλά εγράφησαν εναντίον τους στον τύπο και
μεθοδευμένα προκλήθηκε μεγάλος σκανδαλισμός των αδυνάμων πιστών.
Χάρις
στην αγάπη προς την Εκκλησία του τότε Ανακριτού Γεωργίου Τζανετή,
Εφέτου έχουμε την δυνατότητα να δώσουμε στην δημοσιότητα για πρώτη φορά
την απολογία του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου «εις μνημόσυνον αυτού», η οποία
έχει ιδιαίτερη ιστορική και Εκκλησιαστική σημασία. Διαπιστώνει κανείς
την αφοσίωσή του προς την Εκκλησία, την καθαρότητα των προθέσεών του και
την ανάλωσή του στο έργο της διαφυλάξεως και αξιοποιήσεως της
εναπομεινάσης εκκλησιαστικής περιουσίας. Εν καιρώ ευθέτω θα δώσουμε εις
την δημοσιότητα και την απολογία του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ.
Ας αφήσουμε όμως να μιλήσει ο ίδιος και ο αναγνώστης να βγάλει τα συμπεράσματά του:
Ενώπιον του κ. Ανακριτού του Β΄ Ειδικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών.
ΥΠΟΜΝΗΜΑ
του Αρχιεπισκόπου τ. Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερωνύμου, κατοίκου Υστερνίων Τήνου.
Επί
των, κατόπιν της υπ’ αριθμ. 1. Β/1977 παραγγελίας του κ. Εισαγγελέως
Πλημμελειοδικών Αθηνών, κατηγοριών, ας αρνούμαι και αποκρούω, έχω την
τιμήν να εκθέσω Υμίν τα εξής, εμποδισθείς εκ λόγων υγείας και αποστάσεως
να προσέλθω αυτοπροσώπως κατά την ανάκρισιν:
1.
Επισυνάπτω ώδε βιβλίον μου «Περί του οικονομικού προβλήματος της
Εκκλησίας» εις ο περιέχονται άπαντα τα γενικά δια την απόκρουσιν των
κατηγοριών γνωστά εις εμέ στοιχεία και περιγράφεται εν πάση δυνατή
συντομία ο τιτάνιος αγών, ο οποίος δια πρώτην φοράν από της Εθνικής
Παλιγγενεσίας του 1821 διεξήχθη εν τη Εκκλησία της Ελλάδος αφ’ ενός μεν
δια να περισυλλεγή αφ’ ετέρου δε δια να αξιοποιηθή ο εισέτι τεράστιος
όγκος της εκκλησιαστικής περιουσίας (30 χιλιάδες, ενδεχομένως και 50
χιλιάδες κτήματα, τα οποία υπολογίζεται ότι ανήκουν εις την Εκκλησίαν).
2.
Η φράσις «διά πρώτην φοράν» δεν αφορά μόνον εις το μέγεθος και το είδος
της εργασίας, η οποία είχεν αναληφθή, αλλά και εις τα πρόσωπα, τα οποία
εδέχθησαν να την διεξαγάγουν. Διότι, εκτός των αρμοδίων εκπροσώπων των
οικείων Δημοσίων Υπηρεσιών, κατά πάντα αξιοσεβάστων και προθυμοτάτων ως
πάντοτε, δια πρώτην φοράν εκλήθησαν να βοηθήσουν εις το έργον τούτο
πρόσωπα, τα οποία ως εκ των ονομάτων των ήδη κατηγορηθέντων
διαπιστούται, είναι εκ των τα πρώτα φερόντων εις την οικονομικήν ζωήν
του τόπου μας, και επιπλέον, ως δύναμαι υπευθύνως να διαβεβαιώσω υμάς,
είναι και ευσεβή τέκνα της Εκκλησίας, τα οποία εθεώρησαν τιμήν των και
ευλογίαν το ότι είχαν κληθή να προσφέρουν εθελοντικώς τας υπηρεσίας των
ει το ιερόν αυτό έργον της Εκκλησίας. Γνωρίζων καλώς και εξ ιδίας
αντιλήψεως την αγάπην των ανωτέρω προς την εκκλησίαν και εκτιμών τας
πασιγνώστους περί τας επιχειρήσεις ικανότητάς των εσκέφθην όπως τους
παρακαλέσω ίνα τας χρησιμοποιήσουν και υπέρ της Εκκλησίας, πράγμα το
οποίον και προθύμως εδέχθησαν όπως το πράξουν και μετά παραδειγματικού
ζήλου ετέλεσαν. Λυπούμε δε βαθύτατα, διότι η παρακίνησίς μου εκείνη
εγένετο αφορμή να εμπλακώσιν ούτοι εις μίαν υπόθεσιν, η οποία τους
καταλογίζει το εντελώς αντίθετον εκείνου, δια το οποίον ούτοι μόνον
επαίνους και ευγνωμοσύνην έπρεπε να είχαν εισπράξει.
3.
Δια να κερδηθή απωλεσθείς χρόνος εκατόν πεντήκοντα ετών σχεδόν τελείας
απραξίας, έπρεπεν απαραιτήτως ο ΟΔΔΕΠ να απαλλαγή το ταχύτερον από τας
διαφόρους εκκρεμότητας και τας ποικίλας και εξ όλων των πλευρών
διατυπουμένας διεκδικήσεις επί της Εκκλησιαστικής περιουσίας. Έδει το
συντομότερον να δυνηθή ο Οργανισμός να αρχίση το θετικόν του έργον της
αξιοποιήσεως της εναπομενούσης ιεράς περιουσίας, ώστε εντός χρονικού
διαστήματος, κατά δυνατόν βραχυτέρου, η Εκκλησία να καταστή οικονομικώς
αυτάρκης, προς αρτιωτέραν εκπλήρωσιν του ιεραποστολικού και κοινωνικού
έργου.
Προς
πραγματοποίησιν του διπλού τούτου σκοπού ειργάζοντο φιλοτίμως τόσον οι
έχοντες την ευθύνην της Διοικήσεως όσον και οι αρμόδιοι υπηρεσιακοί
παράγοντες του ΟΔΔΕΠ. Εκείνο όμως το οποίον εις την σκέψιν όλων προείχεν
ήτο η απαλλαγή του ΟΔΔΕΠ εκ των εκκρεμοτήτων, αι οποίαι δεν επέτρεπαν
να προχωρήση εις την αξιοποίησιν των περιουσιακών στοιχείων της
Εκκλησίας, τα οποία παραμένουν απρόσοδα, επί ανυπολογίστω ζημία της
Εκκλησίας. Επί παραδείγματι, το δασόκτημα της Στροφιλιάς απέφερεν, ίσως
ακόμη και σήμερον αποφέρει ετησίως εις την Εκκλησίαν μόνον 170 χιλιάδας
δραχμών, ενώ αξιοποιούμενον, συμφώνως προς τα γενομένας μελέτας, θα
έπρεπε να αποδίδη ετησίως περί τα 330 εκατομμύρια, (με αξίαν δραχμής του
1972).
4.
Μετά την δημοσίευσιν του Νόμου 126/1969, και δη μετά τον Αύγουστον του
1969, ούτε προήδρευα πλέον του Κεντρικού Διοικητικού Συμβουλίου του
ΟΔΔΕΠ, ούτε καν μετείχον αυτού, αλλά παρακολουθών μετά αμερίστου
ενδιαφέροντος το υπό του ΟΔΔΕΠ συντελούμενον τότε έργον, εν πλήρει
συναισθήσει της αρχιερατικής μου συνειδήσεως, είμαι εις θέσιν να
διαβεβαιώσω την ανακριτικήν και δικαστικήν της πατρίδος μου Αρχήν, ότι
εκ των γενομένων τότε υπό του ΟΔΔΕΠ ενεργειών η Εκκλησία όχι μόνον δεν
εζημιώθη οικονομικώς, αλλά και σημαντικώς ωφελήθη εξ αυτών. Βεβαίως δεν
είναι δυνατόν να έχω συγκρατήσει εις την μνήμην μου μίαν προς μίαν τας
περιπτώσεις, αι οποίαι μνημονεύονται εν τω κατηγορητηρίω, αλλ’
ενθυμούμαι καλώς και μαρτυρώ, ότι εξωνυχίζοντο υπό του Διοικητικού
Συμβουλίου του ΟΔΔΕΠ μία προς μία αι περιπτώσεις. Εκείνο το οποίον
εξήγετο αβιάστως ως συμπέρασμα ήτο, ότι το γενικότερον συμφέρον του
Οργανισμού, και κατ’ επέκτασιν και το της Εκκλησίας, επέβαλεν, ως και
ανωτέρω εσημείωσα, όπως αι εκκρεμότητες ρυθμισθώσι κατά τον τρόπον, ο
οποίος διεγράφετο από τας ληφθείσας τότε αποφάσεις. Συνεκράτησα εις την
μνήμην μου όμως και τινάς εκ των αποφάσεων, αι οποίαι παρά το γεγονός,
ότι δεν ήσαν επωφελείς εν στενή οικονομική εννοία, εις τον Οργανισμόν,
εν τούτοις είσαν επιβαλλόμεναι εκ της πνευματικής αποστολής της
Εκκλησίας. Επί παραδείγματι, εν των εν Βουλιαγμένη καταπατηθέντων
οικοπέδων (κατά τα στοιχεία του φακέλλου) κατείχε χήρα, εχουσα όμως δύο
υιούς σχεδόν ενηλίκους, διό και η πρόχειρος κρίσις ωδηγεί εις την έξωσιν
εκ του οικοπέδου. Η επιτόπιος όμως έρευνα της αρμοδίας Επιτροπής, μέλη
της οποίας σήμερον είναι κατηγορούμενοι, επέδειξεν, ότι η χήρα
ειργάζετο ως ημερομισθία υπηρέτρια και συγχρόνως περιέθαλπεν τους δύο
καθηλωμένους εις το κρεββάτι των παραλύτους υιούς της!
5.
Ατυχώς, ωρισμέναι ενέργειαι των μετά τον Μάιον του 1973 υπευθύνων,
αποσκοπούσαι να πλήξουν τον υποφαινόμενον, έγιναν αιτία να ζημιωθεί η
Εκκλησία όχι μόνον ηθικώς αλλά και οικονομικώς εις ανυπολόγιστον βαθμόν
λόγω της διακοπής του έργου της περισυλλογής της εκκλησιαστικής
περιουσίας. Περί αυτού είχα ειδοποιήσει εγκαίρως άπαντας τους
Σεβασμιωτάτους Αρχιερείς ήδη από της 1/9/1973 δια μακροσκελεστάτης
επιστολής μου, η οποία καταχωρίζεται εις τας σελίδας 124 έως 148 του
συνημμένου βιβλίου μου. Εις δε τας σελίδας 146 έως 147 εκτίθεται, ότι
από της αποχωρήσεώς μου εκ της ενεργού υπηρεσίας μέχρι του τέλους του
έτους 1976, ο ΟΔΔΕΠ, εάν θα εξηκολούθει να εργάζεται, όπως είχεν επί της
αρχιεπισκοπείας μου επιτευχθή να ενεργεί, θα είχε εισπράξει περί τα 900
εκατομμύρια δραχμών και θα εξηκολούθει να εισπράττη κατ’ έτος περί τα
500 εκατομμύρια (με αξίαν νομίσματος του 1972). Επειδή όμως λόγω των ως
άνω σφαλμάτων των μετ’ εμέ υπευθύνων μικρόν μόνον μέρος των
προϋπολογισθέντων εσόδων εκ της εκκλησιαστικής περιουσίας
επραγματοποιήθη, η προξενηθείσα και έτι κατ’ έτος προξενουμένη εις την
Εκκλησίαν οικονομική ζημία ανέρχεται εις μυθώδει ποσά. Εάν δε προστεθή
και η ζημία, η οποία προσγίνεται εις την Εκκλησίαν, με το ότι πολλά εκ
των κτημάτων της εξακολουθούν να της είναι κατά κυριολεξίαν άγνωστα,
δύναται τις να εννοήσει πόση και ποία είναι η συνεχώς εις αυτήν
προσγινομένη ζημία, η οποία με το επί της αρχιεπισκοπείας μου αρξάμενον
έργον δεν θα έπρεπε να υπάρχει. Παραδείγματος χάριν, η υπό του ΟΔΔΕΠ
ιδρυθείσα τότε εταιρία Προγραμματισμού και Αναπτύξεως, την οποίαν μετά
την αποχώρησίν μου εκ της ενεργού υπηρεσίας διέλυσαν, επεχείρησε
πρόχειρον κτηματογράφησιν των κτημάτων Μητροπόλεως, εχούσης γνωστά
κτήματα ολίγα και όχι σημαντικής αξίας. Όταν είχε τερματισθεί το έργον
αυτό από επί πλέον γενομένην έρευναν, διεπιστώθη, ότι υπήρχον και άλλα
δύο κτήματα, τα οποία και εις μέγεθος και εις αξίαν υπερέβαιναν κατά
πολύ την αξίαν όλων των άλλων συνολικώς. Το εν ήτο 50 χιλιάδων και το
άλλο, αν ενθυμούμαι καλώς, 20 ή 25 χιλιάδων στρεμμάτων!
Τον
τοιούτον κίνδυνον της οικονομικής ζημίας της Εκκλησίας εθεώρησα χρέος
μου, όπως εγκαίρως επισημάνω διά της προς τους Σεβασμιωτάτους Ιεράρχας
ανωτέρω επιστολής μου. Ατυχώς δια την Εκκλησίαν, υπερίσχυσε το κατ’εμού
μίσος και παρεμερίσθη η αγάπη προς αυτήν. Εάν, έστω και την δωδεκάτην
ώραν, εισηκουόμην, σήμερον το πρόβλημα της περιουσίας της Εκκλησίας,
έχον σοβαρώς αντιμετωπισθή, θα ήγγιζε προς την οριστικήν λύσιν του.
Τώρα όμως, όπως εξειλίχθησαν τα πράγματα και μετά την κακή τη μοίρα
επαλήθευσιν των προβλέψεών μας, η οικονομική ανόρθωσις της Εκκλησίας
είναι πλέον δυσκολωτάτη αν μη και αδύνατος, διά τους λόγους οι οποίοι
εκτίθενται εις τας σελίδας 145 και εξής του συνημμένου βιβλίου.
Εν Υστερνίοις Τήνου τη 10η Φεβρουαρίου 1977
Μετά της προσηκούσης τιμής
† ο πρ. Αθηνών Ιερώνυμος
Η
απόφαση της Ελληνικής Δικαιοσύνης ήταν αθωωτική για τον Αρχιεπίσκοπο
Ιερώνυμο, που ήναλωσε όλες του τις δυνάμεις για την ανόρθωση των
Εκκλησιαστικών πραγμάτων και την αξιοποίηση και εξασφάλιση της
Εκκλησιαστικής περιουσίας.