Αθήνα, 08.07.2017
Κυρίες και Κύριοι,
Η χώρα, τα τελευταία 2,5 χρόνια, έχασε πολύτιμο χρόνο και πόρους.
Η οικονομία επέστρεψε, και πάλι, στην ύφεση.
Η ανταγωνιστικότητά της επιδεινώθηκε.
Κεφαλαιακοί περιορισμοί επιβλήθηκαν.
Οι οφειλές του Δημοσίου διογκώθηκαν.
Νέα μνημόνια υπεγράφησαν.
Το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών συρρικνώθηκε.
Ο Επικεφαλής του ESM ανέδειξε, πρόσφατα, τα σημάδια ανάκαμψης του 2014.
Δυστυχώς όμως, αντί η χώρα να επιταχύνει στηριζόμενη στις ευνοϊκές συνθήκες και προοπτικές που είχαν τότε δημιουργηθεί, οπισθοχώρησε.
Και σήμερα προσπαθεί, με ασθενέστερη δυναμική και από χαμηλότερο σημείο αφετηρίας, να φτάσει εκεί που ήταν το 2014.
Και ακόμη δεν τα έχει καταφέρει.
Τουλάχιστον η αξιολόγηση του προγράμματος, μετά από πολύμηνη καθυστέρηση, έκλεισε.
Έκλεισε βέβαια με τεράστιο κόστος για τους πολίτες, με ασάφειες και αβεβαιότητες.
1ον. Επιβλήθηκαν νέα μέτρα, ύψους 5,1 δισ. ευρώ μέχρι το 2022.
Μέτρα όπως είναι η αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών, η μείωση του αφορολόγητου, η μείωση των συντάξεων.
Μέτρα που δεν προβλέπονταν στο 3ο Μνημόνιο.
2ον. Συμφωνήθηκε η επίτευξη υψηλών, επώδυνων και αντιαναπτυξιακών πρωτογενών πλεονασμάτων για μία πενταετία.
Η διατήρηση μάλιστα μεγάλων πλεονασμάτων μετά το 2022, χωρίς υψηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης, όπως προβλέπει επί του παρόντος η συμφωνία, οδηγεί σε διαρκή λιτότητα.
3ον. Το ύψος της δόσης είναι πολύ χαμηλότερο των αναγκών της οικονομίας και των προβλέψεων της συμφωνίας.
Μόλις 1,6 δισ. ευρώ αυτής, και μάλιστα τμηματικά, θα περισσέψουν για την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών.
Όταν αυτές ξεπερνούν σήμερα τα 5 δισ. ευρώ.
Αντί συνεπώς οι ανάγκες της χώρας να καλύπτονται, κυρίως, από τις δόσεις, καλύπτονται από τα πρωτογενή πλεονάσματα που επιτυγχάνονται με τις θυσίες των πολιτών.
4ον. Ξεκάθαρη λύση για το χρέος, όπως όλοι επιθυμούσαμε, δεν υπήρξε.
Όλα παραπέμπονται για το μέλλον: τα όποια μεσοπρόθεσμα μέτρα θα ληφθούν μετά τη λήξη του προγράμματος, υπό την προϋπόθεση ότι η χώρα υλοποιεί πλήρως τις δεσμεύσεις της και στο βαθμό που αυτό καταστεί, τότε, αναγκαίο από τους θεσμούς.
5ον. Δεν φαίνεται, στον άμεσο χρονικό ορίζοντα, διαμόρφωση των προϋποθέσεων για την ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Ένταξη που θα έπρεπε να είχε γίνει από το Μάρτιο του 2015.
6ον. Η ρήτρα ανάπτυξης αποτελεί ουσιαστικά «αντικίνητρο ανάπτυξης».
Και αυτό γιατί όσο περισσότερο αυξάνεται το εθνικό εισόδημα, το μέρισμα της ανάπτυξης δεν θα πηγαίνει στους πολίτες, αλλά για την απομείωση του χρέους.
Κυρίες και Κύριοι,
Εκ του αποτελέσματος, η σημερινή Κυβέρνηση δεν μπορεί να βγάλει τη χώρα από την κρίση.
Διαρκώς καθυστερεί, για να «γλυκάνει» στο εσωτερικό τις υποχωρήσεις της στο εξωτερικό.
Απαιτείται μια άλλη οικονομική πολιτική, με βασικούς άξονες:
1ος. Η υλοποίηση διαρθρωτικών αλλαγών που θα πείσουν ότι επανέρχεται και διατηρείται η αναπτυξιακή δυναμική του 2014.
2ος. Η αλλαγή του μίγματος της δημοσιονομικής πολιτικής, με τη μείωση των φορολογικών συντελεστών σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την διασφάλιση της δημοσιονομικής πειθαρχίας σε όλο το εύρος της Γενικής Κυβέρνησης, με την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των δαπανών και με την ένταξη «αφανούς» τμήματος της οικονομίας στο «εμφανές» πεδίο της.
3ος. Η ενίσχυση της ρευστότητας στην οικονομία.
Με την αξιοποίηση των διαθέσιμων Ευρωπαϊκών κονδυλίων, με την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου, με την σταδιακή εξομάλυνση της πιστωτικής επέκτασης.
4ος. Η δρομολόγηση συμφωνίας σε πιο ρεαλιστικούς δημοσιονομικούς στόχους, για την περίοδο μετά τη λήξη του 3ου Μνημονίου το 2018, η επίτευξη των οποίων θα εδράζεται σε υψηλότερους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης.
5ος. Η υλοποίηση, από τους δανειστές, το συντομότερο δυνατόν, ουσιαστικών παρεμβάσεων για την ενίσχυση της βιωσιμότητας του χρέους.
6ος. Η υιοθέτηση μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής για την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της οικονομίας.
Με την μετάβαση σε μια ανταγωνιστική και εξωστρεφή οικονομία, προσανατολισμένη στις επενδύσεις, τις εξαγωγές και την αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων κάθε κλάδου, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στις ενδογενείς πηγές ανάπτυξης, όπως είναι η εκπαίδευση, η έρευνα και η καινοτομία.
Η υλοποίηση όμως αυτής της πολιτικής απαιτεί μία μεταρρυθμιστική, σοβαρή, συνεκτική και αξιόπιστη Κυβέρνηση.
Και η σημερινή Κυβέρνηση αυτά δεν τα διαθέτει.
Ούτε μπορεί να τα αποκτήσει.