Ο επηρεασμός ή όχι του χαμόγελου μετά από μια ρινοπλαστική
αποτελεί ανησυχία πολλών, δεδομένου ότι πράγματι η επέμβαση δύναται να
διαφοροποιήσει ή ακόμη και να “παγώσει” το χαμόγελο του μετεγχειρητικού ασθενή.
Ωστόσο, όταν συμβαίνει αυτό αφενός αποτελεί φυσική συνέπεια της
πραγματοποιηθείσας επέμβασης και αφετέρου είναι προσωρινό - αρκεί η
ρινοπλαστική να πραγματοποιείται από εξειδικευμένο ρινοπλαστικό χειρουργό, ο
οποίος γνωρίζει την επέμβαση σε βάθος.
«Υπάρχουν άνθρωποι που όταν χαμογελούν η ρινική άκρη
στρέφεται προς τα κάτω ενώ ταυτόχρονα παρατηρείται ανύψωση της ρινικής βάσης
και μείωση του άνω χείλους. Αυτή η βαθιά πτώση (κάμψη) του ρινικού άκρου,
μειώνει αισθητικά το ίδιο το χαμόγελο. Οι κινήσεις αυτές είναι αποτέλεσμα της
σύσπασης ενός μικρού σχετικά μυός ο οποίος λέγεται καθελκτήρας του διαφράγματος
ή αλλιώς depressor septi», μας εξηγεί ο πλαστικός χειρουργός προσώπου – ΩΡΛ Δρ. Γεώργιος
Μοιρέας. «Σε μερικούς ασθενείς, ο βαθμός υπερκινητικότητας αυτού του μυός οδηγεί
σε ανάλογη “παραμόρφωση” του χαμόγελου. Η ήπια παραμόρφωση έχει ως συνέπεια
μόνο μια φθίνουσα ρινική άκρη. Στη μέτρια παραμόρφωση συνυπάρχει και βράχυνση
του άνω χείλους, ενώ στη σοβαρή περιλαμβάνονται και τα τρία συμπτώματα»,
προσθέτει.
Ο μυς βρίσκεται σε μεγάλο βαθμό μέσα στην columella η
οποία είναι η περιοχή στο κάτω μέρος της μύτης μεταξύ των ρουθουνιών και
ενεργοποιείται κατά την ομιλία και κατά τις εκφράσεις του προσώπου. Σύμφωνα με
ιατρικές
μελέτες του συγκεκριμένου θέματος σε βάθος, υπάρχουν αρκετές παραλλαγές στην
ανατομία του συγκεκριμένου μυός και για τον λόγο αυτό ένας έμπειρος
ρινοπλαστικός δεν αποφασίζει σε όλες τις περιπτώσεις να συστήσει τη διατομή του
μυός, όπως πιθανότατα οι περισσότεροι θα περίμεναν, διότι μπορεί να υπάρξουν
αρνητικά αποτελέσματα. Στην περίπτωση που ο χειρουργός αποφασίσει τη διατομή
του μυός, αυτή μπορεί να γίνει με τοπική νάρκωση, η οποία δίδεται αποκλειστικά
για τη διόρθωση του εν λόγω προβλήματος ή κατά τη διενέργεια κλασικής
ρινοπλαστικής, επιτυγχάνοντας έτσι
σημαντική βελτίωση στην αισθητική του χαμόγελου, αλλά και του προφίλ, δεδομένου
ότι το χαμόγελο που τραβάει τη μύτη προς τα κάτω το επηρεάζει δυσμενώς. Αυτός
είναι άλλωστε και ο λόγος για τον οποίο είναι πολύ σημαντικό να διορθωθεί η
αιτία πρόκλησής του κατά τη διάρκεια της ρινοπλαστικής. «Πρόκειται για μια απλή
επέμβαση και επιτρέπει τη βελτίωση της φυσιογνωμίας του προσώπου. Μέσω μιας
τομής μέσα στη μύτη, ο χειρουργός αποσπά τον μυ από την εσωτερική του σύνδεση με
αυτήν, οπότε δεν μπορεί πλέον να τραβήξει τη μύτη όταν ο ασθενής χαμογελά. Ο
χειρουργός, ωστόσο, πρέπει να προσέχει να μην αφαιρεί πάρα πολύ ιστό ή,
αντίθετα, να αφαιρεί πολύ λίγο ιστό», διευκρινίζει ο Δρ. Μοιρέας.
Η αντιμετώπιση του φαινομένου της κάμψης της μύτης όταν
χαμογελάμε μπορεί να γίνει ενισχύοντας τον σκελετό της μύτης ιδίως στο κάτω
μέρος με τέτοιο τρόπο ούτως ώστε η κάμψη αυτή να είναι ουσιαστικά ανεπαίσθητη
και πολύ φυσική, χωρίς να προκαλεί καμία απολύτως δυσμορφία. Η ενίσχυση αυτή
γίνεται αποκλειστικά κατά τη διάρκεια μιας ρινοπλαστικής επέμβασης και όχι με
μικρή επέμβαση υπό τοπική αναισθησία. Στις περιπτώσεις που ο έμπειρος
χειρουργός θεωρήσει ότι η διατομή του μυός θα πρέπει να αποφευχθεί, η ενίσχυση
του σκελετού είναι μονόδρομος, αλλά έχει σίγουρα μόνιμα αποτελέσματα.
Μια άλλη παράμετρος που πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά τη
λήψη της απόφασης για διενέργεια ρινοπλαστικής είναι ότι με τη γήρανση, η άκρη
της μύτης τείνει να “πέφτει” λόγω της επίδρασης της βαρύτητας και της διάτασης
και της χαλάρωσης του συνδετικού ιστού μέσα στη μύτη. Μια ρινοπλαστική σε
σχετικά νεαρή ηλικία θα βοηθήσει στην απόκτηση ενός καλαίσθητου χαμόγελου, αλλά
και θα επιβραδύνει ή θα εξουδετερώσει τελείως την πτώση της μύτης που προκαλείται
με το πέρασμα του χρόνου όταν έχει εξασφαλιστεί με τα κατάλληλα μοσχεύματα η
μόνιμη και επαρκής στήριξή της.
Οι ασθενείς, είτε έχουν είτε δεν έχουν κάμψη του
ακρορρινίου όταν χαμογελούν και υποβάλλονται σε ρινοπλαστική, δεν πρέπει να
ανησυχούν ότι μια επέμβαση θα έχει επιπτώσεις στο χαμόγελό τους, όταν αυτή
πραγματοποιείται από εξειδικευμένο ρινοπλαστικό. Ενδεχομένως μετά από την
επέμβαση να προκύψει οίδημα, το οποίο να επηρεαστεί το χαμόγελο. Αυτό, όμως,
είναι μόνο προσωρινό, δεδομένου ότι με την υποχώρηση του οιδήματος (σε 2 – 4
εβδομάδες) το χαμόγελο, όπως και όλοι οι μορφασμοί του προσώπου, θα επανέλθουν στο
φυσιολογικό.
Στο διάστημα από την επέμβαση μέχρι την επούλωση το άνω
χείλος μπορεί να έχει απλώς μια μειωμένη σχετικά λειτουργικότητα και αίσθηση, η
οποία επανέρχεται εξ ολοκλήρου στο φυσιολογικό εντός ενός 20ημέρου το μέγιστο.
Σε γενικές γραμμές οι μεταβολές στην κίνηση του άνω
χείλους σχετίζονται με την επέμβαση στη μύτη. Ρινοπλαστικές βέβαια που αφορούν
στην αναδόμηση της ράχης της μύτης δεν επιδρούν στο χαμόγελο. Ωστόσο, εάν η επέμβαση
αφορά στη ρινική άκρη και για τη διόρθωσή της χρησιμοποιούνται ορισμένες τεχνικές
χειρουργικής ραφής ή μεταμοσχευθεί χόνδρος, ο χειρουργημένος ασθενής θα νοιώθει,
για λίγο χρονικό διάστημα, το άνω χείλος πιο σκληρό. Αυτό συμβαίνει επειδή ο
μεταμοσχευμένος χόνδρος διορθώνει μεν την άκρη, αλλά προσθέτει σχετική δυσκαμψία,
η οποία επιτρέπει στη μύτη να διατηρεί τη θέση της όσο ο ασθενής χαμογελά.
Σύμφωνα με τον Δρ. Μοιρέα, η ανάπλαση της μύτης είναι μια
περίπλοκη επέμβαση, γι’ αυτό και ο ρινοπλαστικός θα πρέπει να έχει εμπειρία, να
διαθέτει τις εξειδικευμένες γνώσεις αλλά και την τεχνολογία ώστε ο ασθενής να
είναι απόλυτα σίγουρος για την επιτυχία της επέμβασης εκ των προτέρων. Η
εμπιστοσύνη αυτή χτίζεται επίσης με τον διάλογο μεταξύ ασθενή και γιατρού για
τις προσδοκίες του πρώτου και τα επιτεύξιμα αποτελέσματα από τον δεύτερο, που
μπορούν να αποτυπωθούν πλέον σε μια οθόνη υπολογιστή. «Οι ασθενείς έχουν πια τη
δυνατότητα να δουν το αποτέλεσμα της ρινοπλαστικής τρισδιάστατα, προτού
υποβληθούν σ’ αυτή, μέσω ενός συστήματος προσομοίωσης που επιτρέπει την ακριβή
μέτρηση πολλών διαστάσεων, αποστάσεων και γωνιών. Έτσι ο ασθενής παύει να
φαντάζεται απλώς το αποτέλεσμα και σε ελάχιστο χρόνο και με μια πολύ απλή
διαδικασία μπορεί να έχει μια τρισδιάστατη εικόνα του προσώπου του μετά την
επέμβαση, υπό διαφορετικές γωνίες ή ακόμα και δύο εκδοχές αυτής ταυτόχρονα και
σε σύγκριση με την υφιστάμενή του εμφάνιση».
Αναλόγως λοιπόν του αισθητικού προβλήματος που υφίσταται,
εκτελείται και η κατάλληλη επέμβαση, η οποία μπορεί να μεταβάλλει
το χαμόγελο του ασθενή, εάν αυτό είναι το επιθυμητό, ή να το αφήσει
ανεπηρέαστο.