Ο Θανάσης Μιχελής, κεντρικός Εισηγητής στην Ολομέλεια της Βουλής για το Ν/Σ των Δομών Υποστήριξης Εκπαίδευσης
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΕΙΣΗΓΗΣΗΣ
Ολομέλεια Βουλής, 7- Ιουνίου - 18
«Αναδιοργάνωση Δομών Υποστήριξης Π & Δ Εκπ/σης»
Θαν. Μιχελής
Με το παρόν Σχέδιο Νόμου, με τίτλο «Αναδιοργάνωση Δομών Υποστήριξης Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και άλλες διατάξεις», αντιμετωπίζεται το υπαρκτό πρόβλημα της αναγκαιότητας αναδιοργάνωσης των δομών και της διοίκησης, αλλά και του προγραμματισμού και αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου, στην Π/βάθμια & Δ/βάθμια Εκπαίδευση.
Το παρόν σχέδιο νόμου έρχεται να αντιμετωπίσει τα σύγχρονα εκπαιδευτικά ζητήματα και συγκεκριμένα:
Κατά πρώτον:
Οργανώνει και καθοδηγεί ενιαία, παιδαγωγικά και επιστημονικά, τις υπάρχουσες Υποστηρικτικές Δομές. Το ρόλο της επιστημονικής και παιδαγωγικής στήριξης, οργάνωσης, προγραμματισμού και αποτίμησης του έργου αυτών έρχεται να εκπληρώσει το Περιφερειακό Κέντρο Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού (ΠΕΚΕΣ) κάθε Περιφέρειας. Αυτό στελεχώνεται από το σώμα των Συντονιστών Εκπαιδευτικού Έργου (24 ΠΕΚΕΣ με 540 συνολικά στελέχη, στις 13 Περιφερειακές Διευθύνσεις Π/βάθμιας και Δ/βάθμιας Εκπαίδευσης όλης της χώρας).
Πρόκειται για εκπαιδευτικά Στελέχη αυξημένων προσόντων αντίστοιχων των Σχολικών Συμβούλων. Οι τελευταίοι που είχαν από το 1984 (Ν. 1304) αντικαταστήσει τους, αλήστου μνήμης, επιθεωρητές, ουδέποτε εξοπλίστηκαν με στοχευόμενα καθήκοντα. Είχαν αφεθεί να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, κατά κανόνα, κατά κρίση και συνείδηση. Θα σημείωνα άλλοτε με επιτυχία και άλλοτε περιορισμένα.
Με ιδιαίτερη επιμέλεια, προσοχή και βαρύτητα αντιμετωπίζεται το ζήτημα της κοινονικοψυχολογικής στήριξης των μαθητών ιδιαίτερα αυτών που χρήζουν Ειδικής Αγωγής. Σε κάθε Νομό της χώρας, και όχι μόνο, τα ιδρυόμενα 71 (ΚΕΣΥ) Κέντρα Εκπαιδευτικής και Συμβουλευτικής Υποστήριξης ουσιαστικά εξακτινώνουν το συγκεκριμένο έργο των ΠΕΚΕΣ σε όλη την εκπαιδευτική περιφέρεια.
Παράλληλα τα Κέντρα Εκπαιδευτικής Αειφορίας, συνεχίζουν, συντονισμένα πλέον, το έργο των Κέντρων Περιβαλλοντικής Εκ/σης.
Τα σχολεία οργανώνονται σε ευέλικτες ομάδες συνεργασίας υπό τον προγραμματισμό και υποστήριξη των ΠΕΚΕΣ και την παιδαγωγική - επιστημονική υποστήριξη των Συντονιστών Εκπ/κού Έργου.
Σχεδιάζεται, προγραμματίζεται και υλοποιείται εκπαιδευτικό έργο κατά ομάδες σχολείων (τα οποία έχουν αυτονομία ως προς αυτό), με τελικό στόχο της αποτίμηση – αξιολόγηση – του έργου τους και ανατροφοδότηση του σχεδιασμού και προγραμματισμού τους. Εισάγεται δηλαδή μιας σύγχρονης μορφής ουσιαστική αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου, μακριά από άστοχες και τραυματικές, για τους εκπαιδευτικούς, εμπειρίες του παρελθόντος.
Συμπερασματικά θα σημείωνα πως η Νέα Δομή αντιμετωπίζει ενιαία, ως προς την επιστημονική και παιδαγωγική υποστήριξη, τις δύο Βαθμίδες της υποχρεωτικής Εκπαίδευσης με χαρακτηριστικά τη συλλογικότητα στον σχεδιασμό, στον προγραμματισμό και στην αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου. Συλλογική αξιολόγησή του με στόχο την ανατροφοδότηση και βελτίωση.
Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα που αντιμετωπίζει το παρόν Σ/Ν είναι αυτό της επιλογής των στελεχών της εκπαίδευσης.
Επίσης με το παρόν Σ/Ν, επιπρόσθετα ρυθμίζονται:
1) Ζητήματα ανασυγκρότησης και λειτουργίας του Ι.Ε.Π
2) Ζητήματα της εκπαίδευσης των προσφυγοπαίδων
3) Διοικητικές ρυθμίσεις στη Π/βαθμια και Δ/βάθμια Εκπ/ση
4) Ζητήματα της Αρχής Διασφάλισης της Ποιότητας της Εκπαίδευσης
5) Ζητήματα της Σιβιτανιδείου Σχολής και του Εθνικού Οργανισμού Εξετάσεων
6) Ζητήματα της εκπαίδευσης ενηλίκων
Ολοκληρώνοντας επισημαίνω πως πρόκειται για ένα Σ/Ν απόλυτα δομημένο στις σημερινές ανάγκες της εκπαίδευσης, που έλαβε υπόψη του αποτελέσματα μιας προϋπάρχουσας εμπειρίας, σε συνδυασμό με τις σύγχρονες απαιτήσεις της παιδαγωγικής.
Κυρίες, κύριοι συνάδελφοι
Η εκπαίδευση, αναγκαστικά ακολουθεί τις κοινωνικές αλλαγές. Αποτελεί όμως και τον αδιαμφισβήτητο χώρο διαμόρφωσης της προσωπικότητας και προετοιμασίας ένταξης των νέων στην κοινωνία. Αποτελεί, επιδιώκεται να αποτελεί, το χώρο συζήτησης ακόμη και αμφισβήτησης κοινωνικών θεσμών και δομών (έτσι περιγράφεται ο ακαδημαϊκός της ρόλος από την εποχή του διαφωτισμού και της νεωτερικότητας). Έτσι τη βλέπουμε εμείς από τη πλευρά μας. Γνωρίζουμε ότι υπάρχει και η άλλη άποψη.
Γι΄ αυτό εμείς προτείνουμε μέτρα και θεσμούς που προάγουν τη δημοκρατία, τη συλλογικότητα, την κοινωνική ευαισθησία. Αυτά δεν μπορούν να λειτουργήσουν με τον εκπαιδευτικό ως υπάλληλο, με διοίκηση «γραφειοκρατικής ιεραρχίας» (ο όρος κατά Max Veber), με στελέχη μάνατζερ (νεοφιλελεύθερος όρος). Απαιτείται συλλογικός σχεδιασμός, προγραμματισμός, υλοποίηση και αξιολόγηση.
Αυτό επιδιώκει το παρόν Σ/Ν και καλώ, πέραν της κυβερνητικής παράταξης, και τις πολιτικές δυνάμεις που τη δεκαετία του ’80 υπεραμύνθηκαν και θεσμοθέτησαν με βάση αυτές τις αρχές να το στηρίξουν.
Εισήγηση: Ολομέλεια Βουλής, 7- Ιουνίου - 18
«Αναδιοργάνωση Δομών Υποστήριξης Π & Δ Εκπ/σης»
Θαν. Μιχελής
Με το παρόν Σχέδιο Νόμου, με τίτλο «Αναδιοργάνωση Δομών Υποστήριξης Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και άλλες διατάξεις», αντιμετωπίζεται το υπαρκτό πρόβλημα της αναγκαιότητας αναδιοργάνωσης των δομών και της διοίκησης, αλλά και του προγραμματισμού και αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου, στην Π/βάθμια & Δ/βάθμια Εκπαίδευση.
Προβλήματα που προέκυψαν από την πολύχρονη λειτουργία δομών της, δομές που θα πρέπει να επισημάνω ότι κατ΄ αρχήν κρίνονται θετικά, ωστόσο αυτονομήθηκαν ως προς τη λειτουργία τους, οδήγησαν ώστε το προσδοκώμενο εκπαιδευτικό τους έργο να είναι δυσανάλογο των δυνατοτήτων τους.
Πολύ συνοπτικά, στον πρόλογο της εισήγησής μου, θα ήθελα να σταθώ και διευκρινίσω βασικά εκπαιδευτικά επίδικα στα οποία και εντοπίζονται ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές, που κατά συνέπεια επηρεάζουν τη στάση του καθένα μας, άσχετα εάν πολλές φορές αυτή επισκιάζεται από διαδικαστικά ζητήματα που από την αντιπολίτευση κυρίως προβάλλονται.
Θα επισημάνω λοιπόν πως ζητήματα όπως:
Το περιεχόμενο των αναλυτικών προγραμμάτων
Η οργάνωση και διοίκηση της Εκπαίδευσης.
Το άνοιγμα του σχολείου στην κοινωνία, με δράσεις πέραν του τυπικού μαθήματος
Και Τελευταία η αυτονομία της Σχολικής Μονάδας
… είναι βασικά ζητήματα στα οποία είναι φανερό ότι, ως πολιτικές δυνάμεις της χώρας δεν έχουμε ίδιες απόψεις. Οι διαφορές αυτές εμφανίστηκαν έντονες τις τελευταίες δεκαετίες όταν σύγχρονες αντιλήψεις για τα παραπάνω επιχειρήθηκε να θεσμοθετηθούν, δηλαδή να αμφισβητήσουν θέσφατα (κατά τη συντηρητική παράταξη) του εκπαιδευτικού μας συστήματος
Ιστορικά, στο Νεοελληνικό κράτος, η εκπαίδευση συγκροτήθηκε με άλλους αρχικούς στόχους (φυσικό επακόλουθο των τότε αναγκών). Προφανώς στη πορεία εξελίχθηκε. Θα σημείωνα με πολύ αργούς ρυθμούς.
Σε πρόσφατη ομιλία μου στη Βουλή είχα επισημάνει πως η αύξηση των ετών υποχρεωτικής φοίτησης στο σχολείο, η φοίτηση των κοριτσιών στο γυμνάσιο, η θεσμοθέτηση της δημοτικής ως γλώσσας του σχολείου, βρήκαν τη σθεναρή αντίσταση της συντηρητικής παράταξης στη χώρα. Ιδεολογικές “εμμονές” της Αριστεράς τα χαρακτήριζε η συντηρητική παράταξη. Σήμερα τα αποδέχονται, όχι βέβαια όλοι τους. Κάτι αντίστοιχο από τους ίδιους ακούγεται και σήμερα, για άλλα ζητήματα.
Δύο αντικρουόμενες αντιλήψεις εκφράστηκαν στα καίρια αυτά εκπαιδευτικά επίδικα.
Κατά τη μια αντίληψη η εκπαίδευση έπρεπε να περιορίζεται στο μάθημα στην Τάξη. Η δομή της έπρεπε να στηρίζεται σε ιεραρχία αυστηρά δομημένη κατά το κλασικό «γραφειοκρατικό» μοντέλο διοίκησης (βλ: Max Veber: «γραφειοκρατικό μοντέλο διοίκησης» - bureaucracy).
Κατά την ίδια αντίληψη, η αξιολόγηση έπρεπε - πρέπει να είναι απόλυτα εξατομικευμένη και συνδεδεμένη με την ατομική εξέλιξη του εκπαιδευτικού. Όπως σε κάθε ιδιωτική επιχείρηση. Στο παρελθόν δε αυτή επικεντρώθηκε κυρίως στην προσωπικότητα και την εξωσχολική δράση του εκπαιδευτικού και δευτερευόντως στο εκπαιδευτικό έργο του.
Με βάσει μια τέτοια αξιολόγηση επιλέγονταν τα στελέχη της εκπαίδευσης. Έτσι πορευτήκαμε έως και τις αρχές της δεκαετίας του ’80. Πρόκειται για τη συντηρητική τότε, νεοφιλελεύθερη σήμερα, άποψη.
Από την άλλη οι σύγχρονες παιδαγωγικές απόψεις, που προβλήθηκαν ακόμη και κατά το μεσοπόλεμο από τους διανοούμενους της Αριστεράς, είχαν περιορισμένη εφαρμογή τότε, όχι όμως και σήμερα.
Από τη δεκαετία του ’80 και στη συνέχεια, άρχισαν να τίθενται οι βάσεις μιας νέας αντίληψης για την εκπαίδευση. Ως προς το περιεχόμενο άλλαξαν τα αναλυτικά προγράμματα και ως προς την εκπαιδευτική διαδικασία, άρχισαν να λειτουργούν δράσεις υποστηρικτικές του εκπαιδευτικού έργου: Η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση, η Αγωγή Υγείας, ο Επαγγελματικός Προσανατολισμός, η Οργάνωση Εργαστηριακών Κέντρων των Φυσικών Επιστημών, η Οργάνωση Κέντρων Πληροφορικής και Κέντρων Υποστήριξης Ειδικών Εκπαιδευτικών Αναγκών των μαθητών.
Την ίδια εποχή αμφισβητήθηκε το αυστηρά δομημένο ιεραρχικό μοντέλο διοίκησης, με στελέχη εσαεί, και αντικαταστάθηκε από στελέχη επί θητεία. Αμφισβητήθηκε και καταργήθηκε, το 1982, η εξατομικευμένη αξιολόγηση, χωρίς ωστόσο να προταθεί και εφαρμοστεί κάτι το σύγχρονο. Αποτέλεσμα να επανέλθει ουσιαστικά ίδιας μορφής με Π.Δ.152/13
Κρίσιμα ζητήματα που ανέκυψαν, στην πορεία αυτή, από το ΄80 έως σήμερα, είναι:
Α) Η σχετική έλλειψη συντονισμού της δράσης των Υποστηρικτικών αυτών Δομών. Δηλαδή η κάθε Υποστηρικτική Δομή σχεδίαζε και υλοποιούσε πρόγραμμα ανεξάρτητα από τις άλλες και πολλές φορές όχι απόλυτα προσαρμοσμένα στις ανάγκες και πιθανές ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης Σχολικής Μονάδας.
Β) Η σχετική ασάφεια των προσόντων του στελέχους της εκπαίδευσης, κατά τη μετάβαση από το αυστηρά ιεραρχικό σύστημα, στο σύστημα επιλογής προσοντούχων με θητεία.
Γ) Η Συμβουλευτική, που σταδιακά και δειλά εισήχθη, δεν συνδέθηκε με την όλη εκπαιδευτική διαδικασία, αλλά περιστασιακά.
Δ) Η έλλειψη σχεδιασμού, προγραμματισμού και αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου, ανά σχολείο, ήταν και είναι εμφανής. Ο όποιος προγραμματισμός, πρόκυπτε συνήθως, από την ατομική πρωτοβουλία διευθυντών κι όχι ως συλλογικό αποτέλεσμα στελεχών και συλλόγου εκπαιδευτικών.
Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι, στις σημερινές συνθήκες του έντονου ανταγωνισμού και της προβολής της ατομικότητας, η όποια συλλογικότητα κατά συνέπεια και κοινωνικότητα, που βιωματικά αποκτούν οι μαθητές από τη λειτουργία της ομάδας που λέγεται σχολική Τάξη, σταδιακά έχει αρχίσει και ατονεί.
Αυτά ακριβώς τα σύγχρονα εκπαιδευτικά ζητήματα έρχεται να αντιμετωπίσει το παρόν Σχέδιο Νόμου, με στόχο να επιλυθούν.
Κατά πρώτον:
Οργανώνει και καθοδηγεί ενιαία, παιδαγωγικά και επιστημονικά, τις υπάρχουσες Υποστηρικτικές Δομές. Το ρόλο της επιστημονικής και παιδαγωγικής στήριξης, οργάνωσης, προγραμματισμού και αποτίμησης του έργου αυτών έρχεται να εκπληρώσει το Περιφερειακό Κέντρο Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού (ΠΕΚΕΣ) κάθε Περιφέρειας. Αυτό στελεχώνεται από το σώμα των Συντονιστών Εκπαιδευτικού Έργου (24 ΠΕΚΕΣ με 540 συνολικά στελέχη, στις 13 Περιφερειακές Διευθύνσεις Π/βάθμιας και Δ/βάθμιας Εκπαίδευσης όλης της χώρας).
Πρόκειται για εκπαιδευτικά Στελέχη αυξημένων προσόντων αντίστοιχων των Σχολικών Συμβούλων. Οι τελευταίοι που είχαν από το 1984 (Ν. 1304) αντικαταστήσει τους, αλήστου μνήμης, επιθεωρητές, ουδέποτε εξοπλίστηκαν με στοχευόμενα καθήκοντα. Είχαν αφεθεί να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, κατά κανόνα, κατά κρίση και συνείδηση. Θα σημείωνα άλλοτε με επιτυχία και άλλοτε περιορισμένα.
Με ιδιαίτερη επιμέλεια, προσοχή και βαρύτητα αντιμετωπίζεται το ζήτημα της κοινονικοψυχολογικής στήριξης των μαθητών ιδιαίτερα αυτών που χρήζουν Ειδικής Αγωγής. Σε κάθε Νομό της χώρας, και όχι μόνο, τα ιδρυόμενα 71 (ΚΕΣΥ) Κέντρα Εκπαιδευτικής και Συμβουλευτικής Υποστήριξης ουσιαστικά εξακτινώνουν το συγκεκριμένο έργο των ΠΕΚΕΣ σε όλη την εκπαιδευτική περιφέρεια.
Παράλληλα τα Κέντρα Εκπαιδευτικής Αειφορίας, συνεχίζουν, συντονισμένα πλέον, το έργο των Κέντρων Περιβαλλοντικής Εκ/σης.
Τα σχολεία οργανώνονται σε ευέλικτες ομάδες συνεργασίας υπό τον προγραμματισμό και υποστήριξη των ΠΕΚΕΣ και την παιδαγωγική - επιστημονική υποστήριξη των Συντονιστών Εκπ/κού Έργου.
Σχεδιάζεται, προγραμματίζεται και υλοποιείται εκπαιδευτικό έργο κατά ομάδες σχολείων (τα οποία έχουν αυτονομία ως προς αυτό), με τελικό στόχο της αποτίμηση – αξιολόγηση – του έργου τους και ανατροφοδότηση του σχεδιασμού και προγραμματισμού τους. Εισάγεται δηλαδή μιας σύγχρονης μορφής ουσιαστική αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου, μακριά από άστοχες και τραυματικές, για τους εκπαιδευτικούς, εμπειρίες του παρελθόντος.
Στο σημείο αυτό επισημαίνεται πως η πρόσφατα προβαλλόμενη, από τη νεοφιλελεύθερη παράταξη, αυτονομία της Σχολικής Μονάδας δεν αφορά τα προλεγόμενα αλλά την αυτονομία διαχείρισης πόρων της Σχολικής Μονάδας. Με απλά λόγια, πόροι του σχολείου (χρηματοδότηση και εκπαιδευτικό προσωπικό) να διαχειρίζονται και από εξωγενείς παράγοντες κατά την κρίση του διευθυντή ή απλά αντιλήψεις αγοράς και στο σχολείο.
Συμπερασματικά θα σημείωνα πως η Νέα Δομή αντιμετωπίζει ενιαία, ως προς την επιστημονική και παιδαγωγική υποστήριξη, τις δύο Βαθμίδες της υποχρεωτικής Εκπαίδευσης με χαρακτηριστικά τη συλλογικότητα στον σχεδιασμό, στον προγραμματισμό και στην αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου. Συλλογική αξιολόγησή του με στόχο την ανατροφοδότηση και βελτίωση.
Πρόκειται για βασική αντίθεση με τις προϋπάρχουσες αξιολογήσεις επιθεωρητών έως το 1982,τις μετέπειτα αποτυχούσες και το σχετικά πρόσφατο ΠΔ.152/2013. Αξιολογήσεις που ήταν ατομικές, αναφέρονταν πρωτίστως στον εκπαιδευτικό και δευτερευόντως στο έργο του, πολύ λιγότερο δε στο έργο του σχολείου.
Δεύτερο σημαντικό ζήτημα που αντιμετωπίζει το παρόν Σ/Ν είναι αυτό της επιλογής των στελεχών της εκπαίδευσης.
Ελάχιστοι μπήκαν στον κόπο να προβληματιστούν εάν η εκπαίδευση είναι κάτι το διακριτό από το άλλο δημόσιο και βεβαίως τον ιδιωτικό τομέα. Η συντηρητική άποψη που κυριαρχούσε ενδιαφέρονταν κυρίως για τον έλεγχο και λιγότερο για την ποιότητα του εκπαιδευτικού έργου. Γι΄ αυτό άλλωστε και η αξιολόγηση είχε χαρακτήρα ατομικό της προσωπικότητας και δράσης του εκπαιδευτικού στελέχους και όχι του εκπαιδευτικού έργου του ή του συλλογικά παραγόμενου έργου της εκπαιδευτικής μονάδας. Γι΄ αυτό και τα στελέχη παρέμειναν εσαεί, έως τη συνταξιοδότησή τους.
Τα πρώτα βήματα επιλογής εκπαιδευτικών στελεχών, με θητεία, πέραν της κλασικής ιεραρχίας, έγιναν από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 (το 1982 οι Σχολικοί Σύμβουλοι, το 1986 οι Διευθυντές Εκπαίδευσης και Σχολικών Μονάδων) χωρίς όμως σταθερούς κανόνες επιλογής και χωρίς αξιολόγηση του εκπαιδευτικού τους έργου, με αποτέλεσμα να μην αποφευχθούν και κομματικές παρεμβάσεις. Αυτό αποτέλεσε το αδύναμο σημείο και δέχθηκε έντονη κριτική, κυρίως από τον εκπαιδευτικό κόσμο.
Σήμερα διαθέτοντας αυτή την πολύχρονη εμπειρία βάσιμα υποστηρίζουμε πως:
α) Το κλασικό γραφειοκρατικό ιεραρχικό μοντέλο διοίκησης, που από παλιά έχει εγκαταλειφθεί στην εκπαίδευση, καλώς εγκαταλείφθηκε. Απαιτούνται όμως ενιαίοι και σταθεροί κανόνες, κριτήρια επιλογής στελεχών, που θα συναρτώνται με το χαρακτήρα του εκπαιδευτικού έργου. Δηλαδή ότι ο εκπαιδευτικός ασκεί διοίκηση, αλλά δεν αποκόπτεται από το εκπαιδευτικό του έργο. Με απλά λόγια, δεν είναι μάνατζερ επιχείρησης, ασκεί διοίκηση, με έντονα τα χαρακτηριστικά της συμμετοχικότητας, σε Μονάδα Εκπαίδευσης και παραμένει εκπαιδευτικός. Επιπρόσθετα πέραν της αξιολόγησής του ως στέλεχος δεν παραλείπεται και η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού του έργου κατά την άσκηση των συγκεκριμένων καθηκόντων του.
β) Τα κριτήρια επιλογής των στελεχών είναι σε γενικές γραμμές ίδια για όλες τις θέσεις γιατί στηρίζονται σε τρεις βασικούς πυλώνες. Στα ακαδημαϊκά του προσόντα, στη διοικητική και διδακτική του εμπειρία και στη συνολική συγκρότηση της προσωπικότητάς του που τεκμηριώνεται μέσα από συζήτηση-συνέντευξη ενώπιον του Συμβουλίου Επιλογής. Η διάρκεια της θητείας σε συγκεκριμένη θέση στελέχους δεν μπορεί να είναι εσαεί, περιορίζεται, με δυνατότητα μετάβασης σε άλλη θέση στελέχους.
Για πρώτη φορά από το 2000 που θεσπίστηκαν και το 2002 που ορίστηκαν με υπουργικές αποφάσεις οι Περιφερειακοί Διευθυντές εκπαίδευσης αυτοί πλέον θα επιλέγονται όπως τα υπόλοιπα στελέχη. Για να τελειώσει η συνεχής επίκληση αυτών που από το 2002 έως τώρα ενώ διόριζαν του Περιφερειακούς Δ/ντές κατά τις επιλογές τους (σύμφωνα με το νόμο τους θα πω), απέφυγαν όμως να τον τροποποιήσουν για να συνεχίζουν να διορίζουν. Τώρα κατηγορούν το ΣΥΡΖΙΑ πως διόρισε κι αυτός. Ερώτηση: Συμφωνούν με την τροποποίηση που εισηγείται το παρόν Σ/Ν ;
γ) Η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου αποτελεί την επιτομή ενός σχεδιασμού, προγραμματισμού και υλοποίησης. Στόχος της η ανατροφοδότηση και βελτίωσή του ιδίου, του έργου του κατά συνέπεια της σχολικής μονάδας.
Με το παρόν Σ/Ν, επιπρόσθετα ρυθμίζονται:
1) Ζητήματα ανασυγκρότησης και λειτουργίας του Ι.Ε.Π
2) Ζητήματα της εκπαίδευσης των προσφυγοπαίδων
3) Διοικητικές ρυθμίσεις στη Π/βαθμια και Δ/βάθμια Εκπ/ση
4) Ζητήματα της Αρχής Διασφάλισης της Ποιότητας της Εκπαίδευσης
5) Ζητήματα της Σιβιτανιδείου Σχολής και του Εθνικού Οργανισμού Εξετάσεων
6) Ζητήματα της εκπαίδευσης ενηλίκων
Ολοκληρώνοντας επισημαίνω πως πρόκειται για ένα Σ/Ν απόλυτα δομημένο στις σημερινές ανάγκες της εκπαίδευσης, που έλαβε υπόψη του αποτελέσματα μιας προϋπάρχουσας εμπειρίας, σε συνδυασμό με τις σύγχρονες απαιτήσεις της παιδαγωγικής.
Κυρίες, κύριοι συνάδελφοι
Η εκπαίδευση, αναγκαστικά ακολουθεί τις κοινωνικές αλλαγές. Αποτελεί όμως και τον αδιαμφισβήτητο χώρο διαμόρφωσης της προσωπικότητας και προετοιμασίας ένταξης των νέων στην κοινωνία. Αποτελεί, επιδιώκεται να αποτελεί, το χώρο συζήτησης ακόμη και αμφισβήτησης κοινωνικών θεσμών και δομών (έτσι περιγράφεται ο ακαδημαϊκός της ρόλος από την εποχή του διαφωτισμού και της νεωτερικότητας). Έτσι τη βλέπουμε εμείς από τη πλευρά μας. Γνωρίζουμε ότι υπάρχει και η άλλη άποψη.
Γι΄ αυτό εμείς προτείνουμε μέτρα και θεσμούς που προάγουν τη δημοκρατία, τη συλλογικότητα, την κοινωνική ευαισθησία. Αυτά δεν μπορούν να λειτουργήσουν με τον εκπαιδευτικό ως υπάλληλο, με διοίκηση «γραφειοκρατικής ιεραρχίας» (ο όρος κατά Max Veber), με στελέχη μάνατζερ (νεοφιλελεύθερος όρος). Απαιτείται συλλογικός σχεδιασμός, προγραμματισμός, υλοποίηση και αξιολόγηση.
Αυτό επιδιώκει το παρόν Σ/Ν και καλώ, πέραν της κυβερνητικής παράταξης, και τις πολιτικές δυνάμεις που τη δεκαετία του ’80 υπεραμύνθηκαν και θεσμοθέτησαν με βάση αυτές τις αρχές να το στηρίξουν.