Ο ελληνικός στρατός στρατοπεδεύει στο Δομοκό, Αύγουστος 1881. Επιστολικό δελτάριο (Αρχείο Α. Μαϊλη). |
Η απελευθέρωση του Δομοκού από τους
Τούρκους την 8η Αυγούστου 1881
Ιχνογραφεί ο Δημήτρης Β. Καρέλης
Το νεοσύστατο ελληνικό κράτος είχε περιορισμένη έκταση μετά
την δημιουργία του, το 1930 και συμπεριλάμβανε μόνο τη Στερεά Ελλάδα, ως το
ύψος της Λαμίας, την Πελοπόννησο, τις Κυκλάδες, τις Σποράδες και τα νησιά του
Αργοσαρωνικού, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας εξακολουθούσε να τελεί υπό
Οθωμανική κατοχή.
Η τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία και ως το 1867, οπότε
εφαρμόστηκαν οι διοικητικές μεταβολές στο νόμο «περί βιλαετίων», ήταν πασαλίκι
του εγιαλετίου της Ρούμελης, ενώ αναφερόταν και ως σαντζάκι των Τρικάλων,
παρότι η έδρα του είχε μεταφερθεί στη Λάρισα ήδη από το 1770.
Αποτελούνταν από έντεκα καζάδες (επαρχίες), πρώην ναχιέδες,
δηλαδή δήμους υπό την διοίκηση ενός μουδίρη, οι οποίοι προήχθησαν στις αρχές
του 19ου αιώνα σε καζάδες, μία εξ αυτών και ο καζάς του Δομοκού.
Ο Δομοκός, παρότι έδρα καζά, ήταν τότε ένα μικρό χωριό με τριακόσιες οικογένειες όλες κι όλες, διακόσιες ελληνικές κι εκατό τούρκικες, ωστόσο, αποτελούσε έδρα επισκόπου, επικαλουμένου Θαυμακών και υπαγομένου «υπό την Μητρόπολιν της Λαρίσσης». Ο
τόπος αποκτούσε ζωή και οικονομική κίνηση στο βδομαδιάτικο, φημισμένο παζάρι
του Δομοκού, το οποίο συγκέντρωνε κόσμο απ’ όλη τη Θεσσαλία, στην οποία ανήκε η
περιοχή του Δομοκού από αρχαιοτάτων χρόνων. Ως μεθοριακό χωριό, υπήρξε ανέκαθεν έδρα
Αλβανών μισθοφόρων, οι οποίοι στην πλειονότητά τους είχαν ροπή προς το «λεηλατείν»,
όπως ανέφερε και ο Αδάµ Ανακατωμένος, πραγματοποιώντας ληστρικές επιδρομές,
παράλληλα με τους ντόπιους και «εισαγόμενους» από το ελληνικό έδαφος, ληστές
και άλλους παρανόμους.
Τα προβλήματα επιβίωσης την εποχή εκείνη, επέτειναν και οι
βίαιοι εποικισμοί των περιοχών της Θεσσαλίας, όπως εκείνοι των «κονιάρων»,
Τούρκων εποίκων καταγόμενων από το Ικόνιο της Μικράς Ασίας, με αποκορύφωμα την
μετοίκηση εκατοντάδων Τατάρων και Κιρκάσιων, ως το Σεπτέμβριο του 1876, οπότε
αρκετοί απ’ αυτούς εγκαταστάθηκαν στο χωριό Μπαλαμπαλή του Δομοκού.
Οι αγρότες του κάμπου, «καραγκούνηδες» στις περιοχές
Καρδίτσας και Τρικάλων ή «κατζανάδες» στην πεδιάδα των Φαρσάλων, ήταν κολίγοι ή
παρακεντέδες (τεχνίτες και αγωγιάτες) στα τσιφλίκια, θύματα βαριάς
εκμετάλλευσης και καταπίεσης των μπέηδων και των επιστατών τους, αλλά και των
ποικιλώνυμων τοκογλύφων που τους ρουφούσαν το αίμα, ενώ το ίδιο συνέβαινε και
στην ευρύτερη περιοχή του Δομοκού.
Οι υπόδουλοι Έλληνες υφίστανται τα πάνδεινα από ντόπιους
και Οθωμανούς δυνάστες, με αποτέλεσμα να δραστηριοποιούνται συχνά – πυκνά για
την αποτίναξη του Τουρκικού ζυγού.
Σε μια απ’ αυτές τις προσπάθειες, στα πλαίσια της ευρύτερης
εξέγερσης κατά την επανάσταση του 1877-78, στις 7 Μαρτίου 1878, πραγματοποιήθηκε, κατά την μεγάλη σύναξη επαναστατών-πολεμιστών στο χώρο της εκκλησίας του Αγίου Αθανασίου
στο Παλαμά Δομοκού, η κήρυξη της επανάστασης εναντίον των Τούρκων. Την
επανάσταση του 1878 επακολούθησαν μια σειρά διαβουλεύσεων, συνεδρίων και
συνθηκών, όπως το Συνέδριο του Βερολίνου και η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου,
χωρίς άμεσα θετικά αποτελέσματα.
Ωστόσο, στις 12/24 Μαΐου 1881, ο πρεσβευτής της Ελλάδας
στην Κωνσταντινούπολη Αντρέας Κουντουριώτης και ο πρωθυπουργός της Τουρκίας
Μαχμούτ Σερβέρ, υπέγραψαν την συνθήκη με την οποία η Θεσσαλία και η επαρχία της
Άρτας παραχωρούνταν στην Ελλάδα. Η νέα συνοριακή γραμμή άρχιζε από το στενό
Καραλή Δερβέν, μεταξύ των εκβολών του Σαλαμβριά (Πηνειού) και του Πλαταμώνα,
περνούσε από τις ακρώρειες του Ολύμπου, τα υψώματα του Ζάρκου και τις κορυφές
του Ζυγού και κατέληγε στον Άραχθο, το ποτάμι της Άρτας.
Η κατάληψη των νέων εδαφών, αν εξαιρέσουμε κάποια
μικροεπεισόδια, διεξήχθη ομαλά, ενώ πρώτη η Άρτα δέχθηκε με ξέφρενους
πανηγυρισμούς και μεγάλο ενθουσιασμό τον ελληνικό στρατό, στις 23 Ιουνίου/5
Ιουλίου 1881, για να ολοκληρωθεί στις 21 Οκτωβρίου/2 Νοεμβρίου, όταν υψωνόταν
η ελληνική σημαία στο Βόλο.
Στη Θεσσαλία και στο Δομοκό ο ελληνικός στρατός μπαίνει
στις 8 Αυγούστου. Την 5.22΄ ώρα της 8ης Αυγούστου 1881 τα πρώτα Ελληνικά
τμήματα πέρασαν τη στενή δίοδο της Φούρκας και κατευθύνθηκαν προς το Δομοκό.
Επικεφαλής ήταν ο Συνταγματάρχης Δημητρακόπουλος. Τη φάλαγγα ακολουθούσαν ο
Αρχηγός του Στρατού Σούτσος και ο Συνταγματάρχης Δεμέστιχας. Η άλλη φάλαγγα με
επικεφαλής τον Συνταγματάρχη Μακρή κατευθυνόταν από το Τρίλοφο-Μοχλούκα προς
την Ξυνιάδα. Οι δύο φάλαγγες ύστερα από 3 ½ ωρών πορεία ενώθηκαν στη θέση
«Μάτι» έξω από το Δομοκό. Στην είσοδο της πόλης υποδέχτηκαν το στρατό, λαός και
κλήρος, με πρωτοστάτη τον Επίσκοπο Θαυμακού Μισαήλ Οικονόμου, με τα Ιερά Άμφια,
κρατώντας στα χέρια του το Ιερό ευαγγέλιο και τον τίμιο σταυρό ακολουθούμενος
από τον Ιερό κλήρο και πλήθος Δομοκιτών, που κρατούσαν σημαίες, υποδέχτηκε το
στρατό στην είσοδο της πόλης.
Η είσοδος των Ελληνικών στρατευμάτων στην πόλη του Δομοκού
χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό και ουρανομήκεις κραυγές που κράτησαν καθ’ όλη τη
διάρκεια της παρέλασης που επακολούθησε.
Στις 10 το πρωί και ύστερα από την διαδικασία της παραδόσεως,
έμπαιναν στο Δομοκό τα πρώτα τμήματα τού Ελληνικού στρατού. Την επομένη, 9η
Αυγούστου, έγινε στην Αγία Παρασκευή, χοροστατούντος του Επισκόπου και του
Ιερού κλήρου, ευχαριστήριος δοξολογία για την αναίμακτη ένωση της Θεσσαλίας,
ενώ παραβρέθηκε ο Γενικός Αρχηγός με το επιτελείο του και όλοι οι κάτοικοι του
Δομοκού.
Ο Βασιλιάς Γεώργιος και ο Πρωθυπουργός Κουμουνδούρος,
ξεκινούσαν την ίδια ώρα περιοδείες θριάμβου στις απελευθερωμένες πόλεις και τα
χωριά της Θεσσαλίας, συνοδευόμενες από λαϊκούς πανηγυρισμούς και ξεσπάσματα
χαράς για την πολυπόθητη ελευθερία, μετά από τις παλινδρομήσεις μιας ολόκληρης
πενταετίας.
Ο Βασιλιάς Γεώργιος έφτασε στο Δομοκό την Τρίτη 13
Οκτωβρίου 1881, προερχόμενος από την πόλη των Φαρσάλων μέσα σε ισχυρή
βροχόπτωση. Ακολουθούσαν ο Υπασπιστής του, ο Αντισυνταγματάρχης Μαυρομιχάλης
και ο Ταγματάρχης Μαστραπάς.
Ο βασιλιάς έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους κατοίκους
του Δομοκού, σε αψίδα στην είσοδο της κωμόπολης, όπου τον περίμεναν για να
υποδεχθούν η Διευθύντρια του Παρθεναγωγείου Δομοκού με τις μαθήτριες και πολλοί
πρόκριτοι. Ο αντιπρόσωπος της κοινότητας Δομοκού Αντρέας Μπανούτσος, προσφωνεί
το Βασιλιά, η δε πυροβολαρχία παρατεταγμένη αριστερά του δρόμου χαιρετά με
κανονιοβολισμούς. Από την αψίδα μέχρι την Αγία Παρασκευή, όπου έψαλε δοξολογία
ο Αρχιερέας Μισαήλ, Επίσκοπος Θαυμακού, παρατάσσεται το 6ο Ευζωνικό
Τάγμα, υπό τον Αντισυνταγματάρχη Λιακόπουλο. Πριν την αναχώρησή του ο βασιλιάς
Γεώργιος απένειμε το παράσημο των Ταξιαρχών στον Αρχιερέα Μισαήλ. Κατά την
αναχώρηση του βασιλιά μέσα σε πλήθος που ζητωκραυγάζει, γέρος πάνω από
εβδομήντα χρόνων ξεσπά σε λυγμούς από τη συγκίνηση και ένας νεαρός
κατενθουσιασμένος αναφωνεί «Ζήτω ο βασιλεύς!».
Με την ενσωμάτωση των νέων εδαφών η έκταση της Ελλάδας αυξήθηκε
κατά 13.300 τετραγωνικά χιλιόμετρα, ενώ ο πληθυσμός της κατά 300.000 κατοίκους.
Ωστόσο, δεν υπήρξε μεταβολή στο ιδιοκτησιακό καθεστώς, με
αποτέλεσμα να επιδεινωθεί η ήδη άσχημη κατάσταση των κολίγων, μικροκαλλιεργητών
του θεσσαλικού κάμπου, με το ζήτημα της απαλλοτρίωσης των τσιφλικιών και της
διανομής των γαιών στους ακτήμονες γεωργούς να παραμένει άλυτο για πολλά
χρόνια, καθώς μετατέθηκε στις ελληνικές καλένδες...
Οι Οθωμανοί αλώνιζαν ολόκληρη τη Θεσσαλία, ενώ κανείς δεν
ήταν ευχαριστημένος από όλη αυτή την κατάσταση, εκτός από τους ξένους εξ
αλλοδαπής ή τους Έλληνες του εξωτερικού, οι οποίοι αγόρασαν τα κτήματα της
Θεσσαλίας, οι πλούσιοι Οθωμανοί που εισέπραξαν το αντίτιμο, αλλά και οι
«προστάτιδες» ευρωπαϊκές δυνάμεις που έκαναν ότι ήθελαν.
Δημήτρης Β. Καρέλης
Συγγραφέας – Αρθρογράφος -Πολιτισμολόγος,
Απόφοιτος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών (Σ.Α.Σ.) του ΕΑΠ.