«Αρχαίος ελληνικός λόγος και λατρείες μέσα από αναθηματικούς πίνακες και επιγραφές»,
του Δημήτρη Β. Καρέλη
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Εισαγωγή ………...………………………………………………………………….. 2
Ενότητα Α΄: Η αρχαία ελληνική διάλεκτος και το αλφάβητο των επιγραφών στο σπήλαιο Πιτσά Κορινθίας…………………………………………………………… 3
Ενότητα Β΄: Η λατρεία των αρχαίων Ελλήνων μέσα απ’ τους ζωγραφικούς πίνακες του σπηλαίου Πιτσά………………………………………………………………… 6
Συμπεράσματα ……..….…………………………………………………………... 9
Βιβλιογραφία ...…………………………………………………………………….10
Εισαγωγή
Στην Κορινθία, στον ορεινό όγκο του αρχαίου Χελιδορέα, σημερινού Μαύρου Βουνού, πίσω από τα χωριά Πιτσά και Λουτρό, βρίσκεται το «Σπήλαιο των Πιτσών» ή «Σπηλιά του Σαφτουλή», σημαντικός λατρευτικός τόπος της αρχαιότητας, αφιερωμένος στις Νύμφες και στον οποίο η αρχαιολογική σκαπάνη κατά τη δεκαετία του 1930 αποκάλυψε πλούσια αφιερώματα.[1]
Η σταθερή θερμοκρασία και υγρασία στο εσωτερικό του σπηλαίου, δημιούργησαν συνθήκες διατήρησης αντικειμένων από ύφασμα και ξύλο, που σπάνια ανακαλύπτονται, όπως είναι τέσσερις ζωγραφισμένοι ξύλινοι πίνακες με επιγραφές, μοναδικά δείγματα αρχαίας ελληνική τέχνης, που ανακαλύφθηκαν εκεί. Ο καλύτερα διατηρημένος εξ’ αυτών πίνακας, παρουσιάζει πομπή θυσίας με γυναίκες και παιδιά και φέρει αφιερωματική επιγραφή.[2]
Στην πρώτη ενότητα του δοκιμίου αναλύουμε γιατί το αλφάβητο των παραπάνω επιγραφών διαφέρει από τη συνήθη μορφή του ελληνικού αλφαβήτου που είναι σε χρήση έως σήμερα, τη διάλεκτο που είναι γραμμένες οι επιγραφές και πώς αιτιολογείται η σύνταξή τους σε μία συγκεκριμένη διάλεκτο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Στην δεύτερη ενότητα εξηγούμε τι φανερώνει η συγκεκριμένη παράσταση της θυσίας για τις θρησκευτικές δοξασίες και το τελετουργικό λατρείας των αρχαίων Ελλήνων.
Ενότητα Α΄: Η αρχαία ελληνική διάλεκτος και το αλφάβητο των επιγραφών στο σπήλαιο Πιτσά Κορινθίας
Μελετώντας τις επιγραφές του σημαντικότερου πίνακα του σπηλαίου Πιτσά, που χρονολογούνται στην αρχαϊκή περίοδο (540-530 π.Χ.), επιβεβαιώνουμε τη διαφορετικότητα ανάμεσα στα αλφάβητα της εποχής αλλά και στις τοπικές διαλέκτους.
Άνωθεν της μορφής, σύνηθες στα κορινθιακά αγγεία, αναφέρεται το όνομα των συμμετεχόντων, στη δωρική διάλεκτο και στο αρχαίο κορινθιακό αλφάβητο.[3],[4] Το όνομα της γυναίκας αριστερά δεν σώζεται, η επόμενη ονομάζεται «ᛒ𐰮⊕𐰮∆ᛊ𐌊𐌀>ΕΥΘΥΔΙΚΑ», η άλλη «ᛒ𐰮⫯𐌏ᛚᛊᛖ>ΕΥΚΟΛΙΣ» και εκείνη κοντά στο βωμό «ᛒ⊕ᛒᛚ𐌏𐌍ᚷ[𐌀;]>ΕΘΕΛΟΝΧ[Α;]». Μετά το όνομα της δεύτερης γυναίκας, διαβάζουμε τη φράση: «[…𐌀𐌍]ᛒ⊕ᛒ𐌊ᛒ⏉𐌀ᛊᛖ𐌍[𐰮]𐌍⏀𐌀ᛊᛖ[…]»>«...ΑΝΕΘΕΚΕ ΤΑΙΣ ΝΥΜΦΑΙΣ», ενώ απουσιάζει το πρώτο μέρος της επιγραφής. Άλλη ακρωτηριασμένη επιγραφή δεξιά, αναφέρει: «𐌏⫯𐌏ᚹᛊ𐌍⨁ᛊ𐌏ᛖ»[5]>«...Ο ΚΟΡΙΝΘΙΟΣ», πιθανώς αναφερόμενη στο όνομα του ζωγράφου ή του αναθέτη.[6] Παρατηρώντας τις διαφορές του αρχαϊκού κορινθιακού αλφαβήτου με το «ευκλείδειο αλφάβητο», που χρησιμοποιούμε από την κλασική εποχή μέχρι σήμερα, όπως για παράδειγμα η χρήση του συμβόλου «ᛒ» αντί του «Ε», του «⊕» αντί του «Θ» και του «ᛊ» αντί του «Ι» ή τη δωρική διατύπωση «ταῖς Νύμφαις», διαπιστώνουμε τις μεταβολές που υπέστη κατά την πάροδο του χρόνου η ελληνική γραφή και ο προφορικός λόγος.
Αρχαιότερη μορφή γραφής στον ελλαδικό χώρο (2000 π.Χ.), είναι η μη αποκρυπτογραφημένη Μινωική, ιερογλυφική ή εικονογραφική, γραμμένη σε σφραγιδόλιθους.[7] Σε εξελιγμένη μορφή συναντάται σε πήλινες πινακίδες, ράβδους και δίσκους («δίσκος της Φαιστού») τον 17ο αι. π.Χ.,[8] εποχή που χρησιμοποιείται και η «Γραμμική Α» η οποία επίσης δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί.[9] Σε πήλινες πινακίδες του 15ου - 13ου π.Χ. αι. στο ανάκτορο της Κνωσού, αποτυπώνεται τελειότερος τύπος γραμμικής γραφής, η Μυκηναϊκή «Γραμμική Β», η αρχαιότερη γραφή της ελληνικής γλώσσας, αποκρυπτογραφημένη το 1952 από τον Άγγλο αρχιτέκτονα Μάικλ Βέντρις.[10]
Η Ελληνική γλώσσα από σχετικά ενιαία μορφή, την «προϊστορική κοινή», διασπάται σε διαλέκτους (Ιωνική-Αττική, Αχαϊκή, Δωρική) και ενοποιείται εκ νέου με την μορφή της «Αλεξανδρινής κοινής».[11]
Στις επιγραφές των αρχαϊκών χρόνων παρουσιάζονται παραλλαγές, καθώς στις διαλέκτους ορισμένοι χαρακτήρες διαφοροποιούνταν, τόσο μορφολογικά όσο και φθογγικά, όπως στην Κόρινθο και την Κέρκυρα, ο ήχος ε γράφονταν κάπως σαν το Β και έχει την αξία του ε και του η και το σημείο του σταυρού αλλού σήμαινε Χ κι αλλού Ξ.[12] Αυτή η «ετερομορφία» οφειλόταν στην τοπική εισαγωγή του Φοινικικού αλφαβήτου, καθώς ο δυναμισμός του ελληνικού πνεύματος μεταμόρφωσε γράμματα και φθόγγους, προσαρμόζοντάς τα στις τοπικές λεκτικές ανάγκες και κανένα από τα αρχαϊκά αλφάβητα δεν κράτησε τα είκοσι δύο γράμματα των Φοινίκων στην ακριβή φωνητική τους αξία.[13]
Η χρήση πολλών τοπικών διαλέκτων οφείλεται κυρίως στην έλλειψη επικοινωνίας, αλλά και στην διοικητική αυτονομία με τη μορφή της πόλης-κράτους, που ευνοούσε την γλωσσική αυτοτέλεια, επιτρέποντας περισσότερες επίσημες γλώσσες.[14]
Οι διάλεκτοι της αρχαίας ελληνικής ομαδοποιούνται στην «Ανατολική» με κορμό την «Ιωνική-Αττική» (Ιωνία, Εύβοια, Κυκλάδες και Αττική), την «Κεντρική» με τυπικές διαλέκτους «Αρκαδοκυπριακή» και «Αιολική» (Θεσσαλία, Βοιωτία, Λέσβο και Αιολία) και την «Δυτική», με κλασσική διάλεκτο τη «Δωρική» (Ήπειρος, Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησος, Μήλος, Θήρα, Κρήτη, Δωδεκάνησα, Μικρά Ασία και δωρικές αποικίες της Ν. Ιταλίας).[15]
Σημαντικές διαφοροποιήσεις ανάμεσα στις δύο διαλέκτους, «Δωρικής» και «Ιωνικής-Αττικής» η οποία εξελίχτηκε στη Νεοελληνική, είναι στη μεν Δωρική η διατήρηση του πρωτογενούς ᾶ (γυνά>γυνή), η διατήρηση του φθόγγου με το γράμμα δίγαμμα (F), Fίκατι>είκοσι, του –τι (δίδωτι>δίδωσι), α από ᾶε, ᾶω (Ηρακλείδα, δραχμάν>δραχμών) ή από η σε αε (όρη>όρα), αρ από ερ (ἱαρός>ἱερός) κλπ και στην «Ιωνική» η τροπή του παλαιού μακρού α σε η (=μακρό ε): φάμα>φήμη, νᾶσος>νῆσος, σίγηση του F (δίγαμμα): Fέργον>ἔργον, Fοῖκος>οἶκος, τροπή της συλλαβής τι σε σι: δίδωσι, εἴκοσι, διακόσιοι, τροπή του διπλού σ σε ττ (θάλαττα, φυλάττω) κλπ.[16]
Τον 7οαι. π.Χ. όλες οι ελληνικές πόλεις-κράτη είχαν σε χρήση δικό τους πλήρως διαμορφωμένο αλφάβητο, αποτελούμενο από 21-23 γράμματα, με ιδιομορφίες και παραλλαγές.[17] Τα κείμενα των επιγραφών ήταν γραμμένα με κεφαλαία, χωρίς κενά διαστήματα στις λέξεις, χωρίς σημεία στίξης και τόνους.[18] Από τον 5ο π.Χ. αιώνα, άρχισε βαθμιαία να γενικεύεται η χρήση του ιωνικού αλφαβήτου, το οποίο είχε 24 γράμματα, ήταν πληρέστερο και το υιοθέτησαν επίσημα οι Αθηναίοι με νόμο το 403/2 π.Χ., την εποχή του επώνυμου άρχοντα Ευκλείδη για να καθιερωθεί πανελλαδικά ως «ευκλείδειο αλφάβητο» και να χρησιμοποιείται ως σήμερα.[19] Αρχικά, εξαιτίας φοινικικής επιρροής, η γραφή γινόταν από δεξιά προς τα αριστερά, μετέπειτα στη βουστροφηδόν γραφή, που άρχιζε από δεξιά προς τα αριστερά, συνεχίζοντας κατά την φορά των στίχων, όπως η στροφή των βοδιών στο όργωμα, στις γραφές «πλινθηδόν», σπειρηδόν ή σπειροειδή γραφή, την κιονηδόν ή γραφή κατά στήλες και την τετραγωνισμένη, στοιχηδόν γραφή. [20] Από τον 5ο π.Χ. αιώνα, οριστικοποιήθηκε η φορά της γραφής από αριστερά προς δεξιά, όπως στα μυκηναϊκά συλλαβογράμματα.[21]
Έτσι εξηγείται εν πολλοίς η χρήση του Κορινθιακού αλφάβητου και η τοπική δωρική διάλεκτος, στις επιγραφές του «Σπηλαίου Πιτσά».
Στην συνεκτικότητα της ελληνικής γλώσσας συνετέλεσε η βαθιά εθνική συνείδηση της κοινής καταγωγής και θρησκείας, που τους έκανε να αισθάνονται μεταξύ τους το «ομόγλωσσο», με αποτέλεσμα οι διαλεκτικές διαφορές να μην εξελιχθούν σε πλήρη γλωσσική διαφοροποίηση.[22]
Το «γλωσσικό ζήτημα», που ταλάνισε την Ελλάδα για είκοσι αιώνες, εμφανίζεται με την επικράτηση του «αττικισμού», τη μίμηση του τρόπου έκφρασης των κλασικών αττικών συγγραφέων, ως πρότυπα λόγου και σκέψης, με αρχαϊστικές υπερβολές, από διαφόρους γραμματικούς και λόγιους του 1ουαι. μ.Χ., που οδηγήθηκαν στη «διγλωσσία», την περιφρόνηση του προφορικού λόγου έναντι του γραπτού.[23]
Ενότητα Β΄: Η λατρεία των αρχαίων Ελλήνων μέσα απ’ τους ζωγραφικούς πίνακες του σπηλαίου Πιτσά
Στον ξύλινο πίνακα του 6ου αι. π.Χ. από το Σπήλαιο Πιτσών, αναπαριστάται ιερή πομπή, ίσως ολόκληρης οικογένειας, για θυσία-αφιέρωση στις Νύμφες, όπως προκύπτει από την φέρουσα επιγραφή, οι μορφές έχουν αποδοθεί με έντονα χρώματα σε φόντο λευκό, στα δεξιά του πίνακα παριστάνεται λίθινος βωμός με κρατευτές, φωτιά αναμμένη και κηλίδες αίματος[24], μπροστά στο βωμό μορφή γυναίκας με γαλάζιο δωρικό πέπλο με λευκά περιγράμματα μαιάνδρων και μακρύ κόκκινο ιμάτιο χωρίς στολίδια,[25] η οποία στο δεξί της χέρι κρατά κορινθιακή πρόχου, είδος αγγείου με νερό για τις χοές και με το άλλο χέρι στηρίζει στο κεφάλι της πήλινο δίσκο γεμάτο με λατρευτικά σκεύη.[26] Τη γυναίκα ακολουθούν τρία αγόρια, εκ’ των οποίων το μικρότερο, που φορά μόνο ένα κόκκινο ιμάτιο με γυμνό ώμο και δεξί χέρι, κρατά δεμένο με κόκκινη κορδέλα ένα πρόβατο, το ζώο της θυσίας, τα άλλα δύο παίζουν μουσικά όργανα, το ένα μια οκτάχορδη λίρα και το άλλο αυλό, στηριγμένο στο στόμα του με φορβεία (ιμάντα).[27] Τα αγόρια ακολουθούν δύο γυναίκες με πέπλο και ιμάτιο, στο δεξί τους χέρι φέρουν κλαδιά μυρτιάς και κορδέλες, ενώ έχουν το αριστερό χέρι υψωμένο σε θέση προσευχής και ακολουθεί άλλη μορφή, κατά τον Ορλάνδο γυναίκα, κατ’ άλλους άνδρας, της οποίας δεν σώζεται το κεφάλι, φορά ολόσωμο γαλάζιο ιμάτιο και στο αριστερό χέρι φέρει κλαδί μυρτιάς.[28]
Με βάση τον πίνακα και την αφιερωματική επιγραφή, προσεγγίζουμε τις θρησκευτικές δοξασίες και το τελετουργικό των αρχαίων Ελλήνων, καθώς οι ιδιωτικές «αναθηματικές επιγραφές» που συνόδευαν το αφιέρωμα, ως έξαρση του θρησκευτικού αισθήματος ενός ατόμου, οικογένειας, φρατρίας ή κοινότητας, διαιώνιζαν την πράξη του αναθέτη.[29]
Η καθημερινότητα της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας βρισκόταν σε απόλυτη ταύτιση με τη θρησκευτική της συμπεριφορά. Η οικογενειακή εστία, που γύρω της λειτουργούσε η ελληνική οικογένεια, ήταν αφιερωμένη στην προστάτιδα της οικιακής ζωής, ευημερίας και οικογένειας, θεότητα της Εστίας.[30] Οι θεότητες ήταν προσιτές σε κάθε σημαντική στιγμή της ιδιωτικής και κοινωνικής ζωής, μέσα από τις οικογενειακές λατρευτικές συνήθειες, έτσι ώστε οι θεοί να είναι αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητας των Ελλήνων.[31] Ο πολίτης μετά την ενηλικίωσή του όφειλε να συμμετέχει στις γιορτές προς τιμή των θεών και των ηρώων, στα πλαίσια της φυλής, του δήμου ή θρησκευτικών ενώσεων, με τον όρκο των εφήβων να αποτελεί μια θρησκευτική πράξη και τις γυναίκες να μετέχουν επίσης από νεαρά κορίτσια, κυρίως όμως ως παντρεμένες, με ενεργό ρόλο στις θρησκευτικές τελετές της πόλης.[32] Η θρησκευτικότητα συνίσταται στην τήρηση της τελετουργίας, ως έκφρασης σεβασμού και απόδοσης οφειλόμενων τιμών, κυρίως με θυσίες και αναθηματικές προσφορές, χωρίς αυτό να συνεπάγεται την τελετουργοποίηση της ζωής τους.[33] Χωρίς εμμονές, αισθάνονταν δέος απέναντι στις θεότητες καθώς πίστευαν στην δυνατότητα των θεών να τιμωρούν τους θνητούς για τα παραπτώματά τους στη διάρκεια του βίου τους ή μέσω των απογόνων τους. [34] Η εμπειρία του «ιερού» γεννήθηκε πιθανώς από το συναίσθημα πως υπερφυσικές δυνάμεις διαβιούσαν σε τόπους μυστηρίου, ποτάμια, πηγές και σπηλιές, βρισκόταν πίσω από τρομερά φυσικά φαινόμενα ή ήταν παρούσες σε καθοριστικές στιγμές της ανθρώπινης ύπαρξης.[35]
Η ιδιωτική και δημόσια ζωή των αρχαίων Ελλήνων περιελάμβανε ιεροτελεστίες, όπως θυσίες, υγρές προσφορές και προσευχές, που είχαν σκοπό να εξευμενίσουν τις θεότητες, για εξασφάλιση εύνοιας και προστασίας.[36] Οι θυσίες διακρίνονταν σε αιματηρές και αναίμακτες, στις οποίες γινόταν χρήση φωτιάς για την τέρψη των θεών από τις ευωδιές και την ωμοφαγία.[37] Οι «αιματηρές» ήταν θυσίες ζώων, κυρίαρχες στην αρχαία ελληνική λατρεία,[38] το δε ιερό σφάγιο λεγόταν «ἱερεῖον».[39] Σ’ αυτές θυσιάζονταν κατοικίδια ζώα, βοοειδή στις επισημότερες τελετές αιματηρής θυσίας.[40] Τα ζώα οδηγούσε στο βωμό μια πομπή με προκαθορισμένο τελετουργικό, τα μη αναλώσιμα μέρη του ζώου ραντίζονταν με σπονδή, λιβανίζονταν και στη συνέχεια καίγονταν στο βωμό, καθώς υπήρχε η πεποίθηση πως οι θεοί τρέφονταν και ευφραίνονταν από την «κνίσα», τον λιπαρό και ευωδιαστό καπνό που εκλυόταν από την καύση.[41] Τα υπόλοιπα βρώσιμα μέρη του κρέατος τεμαχιζόταν σε μερίδες και καταναλωνόταν επί τόπου από τους συνδαιτυμόνες, σε δημόσιο γεύμα που είχε σκοπό όχι μόνο την σίτιση των πολιτών αλλά και την ισχυροποίηση των μεταξύ τους δεσμών.[42] Στη γιορτή των Παναθηναίων οι Αθηναίοι θυσίαζαν συνήθως εκατό βοοειδή για να τραφεί το πλήθος των συμμετεχόντων, θυσίες γνωστές ως εκατόμβες.[43] Οι παραπάνω θυσίες αφορούσαν κυρίως ουράνιες θεότητες. Στις θυσίες προς τιμήν των χθόνιων θεοτήτων και των ηρώων, η τελετή διαφοροποιούνταν, καθώς το ζώο δεν σφάζονταν πάνω στο βωμό αλλά σε μια χαμηλή «εσχάρα πυράς» ή ένα λάκκο (βόθρο) και το κρέας δεν τρωγόταν αλλά καιγόταν σε «ολοκαύτωμα».[44] Στις αναίμακτες θυσίες οι συμμετέχοντες προσέφεραν, τρόφιμα, κάνιστρα ανθισμένα, θυμίαμα, καρπούς, φυσικούς ή διακοσμημένους όπως η «ειρεσιώνη» που ήταν κλάδος ελιάς στολισμένος με γιρλάντες από μαλλί και καρπούς, κρατήρες με πρωτόλαδο, μέλι, κρασί, ξηρούς καρπούς, δημητριακά, πήλινες χύτρες με ψημένα όσπρια («πυανέψια»), «κέρνους» ή «τρυβλία» με αρωματικά καρυκεύματα και «όσχους», δηλαδή κλαδιά αμπελιού που είχαν επάνω τους σταφύλια.[45]
Τα «πέμματα» (πέλανοι ή πόπατα), ήταν ομοιώματα ζώων από αλεύρι ή κερί, που προσφέρονταν στις θεότητες από κείνους που δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα θυσίας ενός ζώντος ζώου.[46] Η ελληνική μυθολογία παρέχει πολλά παραδείγματα ανθρωποθυσιών, που μπορεί να υπήρξαν, όμως καμία ιστορικά επιβεβαιωμένη πληροφορία δεν υπάρχει που να στηρίζει τέτοιο επιχείρημα.[47] Οι σπονδές γινόταν συνήθως με «άκρατο οίνο» (ἔνσπονδο) ενίοτε δε με γάλα και μέλι και άλλα υγρά «άκρατα η κεκραμένα» (χοές), με ή χωρίς νερό.[48] Προσευχές και μουσική συνόδευαν τις θυσίες ή τις υγρές προσφορές.[49]
Συμπεράσματα
Με ενδελεχή μελέτη των δεδομένων και εξετάζοντας διεξοδικά τον συγκεκριμένο αναθηματικό πίνακα του 6ου π.Χ. αι., συμπεραίνουμε πως στο διάβα των αιώνων, μέσα από αέναες μεταβολές, κάθε άλλο παρά εύκολη υπόθεση ήταν η μετάβαση από την Δωρική τραχύτητα και την Ιωνική απαλότητα στη σημερινή νεοελληνική γλώσσα και γραφή.
Κατά τη διερεύνηση της ζωγραφικής παράστασης του ίδιου πίνακα αντιλαμβανόμαστε πως η συμμετοχή των αρχαίων Ελλήνων σε θρησκευτικές τελετουργίες, όπως οι θυσίες, ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς τους, έχοντας στόχο την εύνοια των θεοτήτων, χωρίς όμως θρησκοληπτικούς δογματισμούς.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βούρτσης Ι., Μανακίδου Ε., Πασχαλίδης Γ. και Σμπόνιας Κ., Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, Τόμος Α΄, Πάτρα, 1999.
Γιαννόπουλος, Ιω. και Γ. Κατσιαμπούρα και Α. Κουκουζέλη, Εισαγωγή στον Ελληνικό πολιτισμό, Τόμος Β΄ Σημαντικοί Σταθμοί του Ελληνικού Πολιτισμού, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2000.
Ζάχος Κωνσταντίνος Λ., Δρ Αρχαιολόγος, περιοδικό «Αρχαιολογία», «Σπήλαιο Πιτσών», Τεύχος 15, Μαΐου 1985.
Κοπιδάκης, Μ. Ζ. (επιµ.), Ιστορία της Ελληνικής γλώσσας , Αθήνα 1999.
Μπαµπινιώτης, Γ., Συνοπτική ιστορία της ελληνικής γλώσσας, Αθήνα 1985.
Πέππα-Δελμούζου Ντίνα, Έφορος Επιγραφικού Μουσείου, περιοδ. «Αρχαιολογία», «Γύρω από την ελληνική επιγραφική», Τεύχος 5, Νοεμβρίου 1982.
A.K. Orlandos, Pitsa, Enciclopedia dell' Arte Antica VI, 1965.
Mosse C., Ο Πολίτης στην Αρχαία Ελλάδα, (μτφρ. Παπακωνσταντίνου Ι.), εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 1996.
Smith William, Sir, «Λεξικόν της ελληνικής αρχαιολογίας», μεταφρασθέν υπό Δ. Πανταζή, Τυπογραφείο Ιω. Αγγελοπούλου, Αθήναι 1860.
Vegetti, M., «Ο άνθρωπος και οι θεοί» στο Borgeaud, P. et al., Ο Έλληνας άνθρωπος, σσ. 379-424, μτφρ. Χ. Τασάκος, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1996.
[1] Ζάχος Κωνσταντίνος Λ., Δρ Αρχαιολόγος, περιοδικό «Αρχαιολογία», «Σπήλαιο Πιτσών», Τεύχος 15, Μαΐου 1985, σελ. 23.
[2] Ζάχος Κωνσταντίνος Λ., ό.π., σελ. 25.
[3] Ζάχος Κωνσταντίνος Λ., ό.π., σελ. 25.
[4] A.K. Orlandos, Pitsa, Enciclopedia dell' Arte Antica VI, 1965, σ. 201.
[5] Γραμματοσειρά «Segoe UI Symbol».
[6] Ίδιο, σελ. 201-204.
[7] Βούρτσης Ι., Μανακίδου Ε., Πασχαλίδης Γ. και Σμπόνιας Κ., Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, Τόμος Α΄, Πάτρα, 1999, σ. 260.
[8] Ι..Βούρτσης, Ι., Μανακίδου, Ε., κα., ό.π., σ. 260.
[9] Ίδιο, σ. 260.
[10] Ίδιο, σ. 261.
[11] Μπαµπινιώτης, Γ., Συνοπτική ιστορία της ελληνικής γλώσσας, Αθήνα 1985, σελ. 95.
[12] Πέππα-Δελμούζου Ντίνα, Έφορος Επιγραφικού Μουσείου, περιοδικό «Αρχαιολογία», «Γύρω από την ελληνική επιγραφική», Τεύχος 5, Νοεμβρίου 1982, σ. 68.
[13] Ίδιο, σ. 68.
[14] Μπαµπινιώτης, Γ., ό.π., σελ. 95.
[15] Ι..Βούρτσης, Ι., Μανακίδου, Ε., κα., ό.π., σ. 271.
[16] Ίδιο, σ. 272-273.
[17] Ίδιο, σ. 268.
[18] Ίδιο, σ. 268.
[19] Ίδιο, σ. 270.
[20] Ίδιο, σ. 270.
[21] Ίδιο, σ. 270.
[22] Μπαµπινιώτης, Γ., σελ. 95.
[23] Ι..Βούρτσης, Ι., Μανακίδου, Ε., κα., ό.π., σ. 286-287.
[24] A.K. Orlandos ό.π., σελ. 203.
[25] Ίδιο, σελ. 201.
[26] Ζάχος Κωνσταντίνος Λ., ό.π., σελ. 25.
[27] Ίδιο, σελ. 25.
[28] Ζάχος Κωνσταντίνος Λ., ό.π., σελ. 25.
[29] Πέππα-Δελμούζου Ντίνα, ό.π., σ. 66.
[30] Vegetti, M., «Ο άνθρωπος και οι θεοί» στο Borgeaud, P. et al., Ο έλληνας άνθρωπος, σσ. 379-424, μτφρ. Χ. Τασάκος, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1996, σελ. 379.
[31] Vegetti, M., ό.π., σελ. 380.
[32] Mosse C., Ο Πολίτης στην Αρχαία Ελλάδα, (μτφρ. Παπακωνσταντίνου Ι.), εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 1996, σελ. 76-78.
[33] Vegetti, M., ό.π., σελ. 382-383.
[34] Vegetti, M., ό.π., σελ. 383.
[35] Ίδιο, σελ. 385.
[36] Γιαννόπουλος, Ιω. και Γ. Κατσιαμπούρα και Α. Κουκουζέλη, Εισαγωγή στον Ελληνικό πολιτισμό
Τόμος Β΄ Σημαντικοί Σταθμοί του Ελληνικού Πολιτισμού, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2000, σ. 29.
[37] Γιαννόπουλος, Ιω. και Γ. Κατσιαμπούρα, κα., ό.π., σ. 29.
[38] Ίδιο, σ. 30.
[39]Smith William, Sir, «Λεξικόν της ελληνικής αρχαιολογίας», μεταφρασθέν υπό Δ. Πανταζή, Τυπογραφείο Ιω. Αγγελοπούλου, Αθήναι 1860, σ. 432.
[40] Γιαννόπουλος, Ιω. και Γ. Κατσιαμπούρα, κα., ό.π., σ. 30.
[41] Ίδιο, σ. 30.
[42] Ίδιο, σ. 30.
[43] Ίδιο, σ. 30.
[44] Γιαννόπουλος, Ιω. και Γ. Κατσιαμπούρα, κα., ό.π., σ. 30.
[45] Smith William, Sir, ό.π., σ. 432-433.
[46] Smith William, Sir, ό.π., σ. 433.
[47] Ίδιο, σ. 430.
[48] Ίδιο, σ. 433.
[49] Γιαννόπουλος, Ιω. και Γ. Κατσιαμπούρα, κα., ό.π., σ. 31.
(ΕΛΠ10-2)
του Δημήτρη Β. Καρέλη
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Εισαγωγή ………...………………………………………………………………….. 2
Ενότητα Α΄: Η αρχαία ελληνική διάλεκτος και το αλφάβητο των επιγραφών στο σπήλαιο Πιτσά Κορινθίας…………………………………………………………… 3
Ενότητα Β΄: Η λατρεία των αρχαίων Ελλήνων μέσα απ’ τους ζωγραφικούς πίνακες του σπηλαίου Πιτσά………………………………………………………………… 6
Συμπεράσματα ……..….…………………………………………………………... 9
Βιβλιογραφία ...…………………………………………………………………….10
Εισαγωγή
Στην Κορινθία, στον ορεινό όγκο του αρχαίου Χελιδορέα, σημερινού Μαύρου Βουνού, πίσω από τα χωριά Πιτσά και Λουτρό, βρίσκεται το «Σπήλαιο των Πιτσών» ή «Σπηλιά του Σαφτουλή», σημαντικός λατρευτικός τόπος της αρχαιότητας, αφιερωμένος στις Νύμφες και στον οποίο η αρχαιολογική σκαπάνη κατά τη δεκαετία του 1930 αποκάλυψε πλούσια αφιερώματα.[1]
Η σταθερή θερμοκρασία και υγρασία στο εσωτερικό του σπηλαίου, δημιούργησαν συνθήκες διατήρησης αντικειμένων από ύφασμα και ξύλο, που σπάνια ανακαλύπτονται, όπως είναι τέσσερις ζωγραφισμένοι ξύλινοι πίνακες με επιγραφές, μοναδικά δείγματα αρχαίας ελληνική τέχνης, που ανακαλύφθηκαν εκεί. Ο καλύτερα διατηρημένος εξ’ αυτών πίνακας, παρουσιάζει πομπή θυσίας με γυναίκες και παιδιά και φέρει αφιερωματική επιγραφή.[2]
Στην πρώτη ενότητα του δοκιμίου αναλύουμε γιατί το αλφάβητο των παραπάνω επιγραφών διαφέρει από τη συνήθη μορφή του ελληνικού αλφαβήτου που είναι σε χρήση έως σήμερα, τη διάλεκτο που είναι γραμμένες οι επιγραφές και πώς αιτιολογείται η σύνταξή τους σε μία συγκεκριμένη διάλεκτο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Στην δεύτερη ενότητα εξηγούμε τι φανερώνει η συγκεκριμένη παράσταση της θυσίας για τις θρησκευτικές δοξασίες και το τελετουργικό λατρείας των αρχαίων Ελλήνων.
Ενότητα Α΄: Η αρχαία ελληνική διάλεκτος και το αλφάβητο των επιγραφών στο σπήλαιο Πιτσά Κορινθίας
Μελετώντας τις επιγραφές του σημαντικότερου πίνακα του σπηλαίου Πιτσά, που χρονολογούνται στην αρχαϊκή περίοδο (540-530 π.Χ.), επιβεβαιώνουμε τη διαφορετικότητα ανάμεσα στα αλφάβητα της εποχής αλλά και στις τοπικές διαλέκτους.
Άνωθεν της μορφής, σύνηθες στα κορινθιακά αγγεία, αναφέρεται το όνομα των συμμετεχόντων, στη δωρική διάλεκτο και στο αρχαίο κορινθιακό αλφάβητο.[3],[4] Το όνομα της γυναίκας αριστερά δεν σώζεται, η επόμενη ονομάζεται «ᛒ𐰮⊕𐰮∆ᛊ𐌊𐌀>ΕΥΘΥΔΙΚΑ», η άλλη «ᛒ𐰮⫯𐌏ᛚᛊᛖ>ΕΥΚΟΛΙΣ» και εκείνη κοντά στο βωμό «ᛒ⊕ᛒᛚ𐌏𐌍ᚷ[𐌀;]>ΕΘΕΛΟΝΧ[Α;]». Μετά το όνομα της δεύτερης γυναίκας, διαβάζουμε τη φράση: «[…𐌀𐌍]ᛒ⊕ᛒ𐌊ᛒ⏉𐌀ᛊᛖ𐌍[𐰮]𐌍⏀𐌀ᛊᛖ[…]»>«...ΑΝΕΘΕΚΕ ΤΑΙΣ ΝΥΜΦΑΙΣ», ενώ απουσιάζει το πρώτο μέρος της επιγραφής. Άλλη ακρωτηριασμένη επιγραφή δεξιά, αναφέρει: «𐌏⫯𐌏ᚹᛊ𐌍⨁ᛊ𐌏ᛖ»[5]>«...Ο ΚΟΡΙΝΘΙΟΣ», πιθανώς αναφερόμενη στο όνομα του ζωγράφου ή του αναθέτη.[6] Παρατηρώντας τις διαφορές του αρχαϊκού κορινθιακού αλφαβήτου με το «ευκλείδειο αλφάβητο», που χρησιμοποιούμε από την κλασική εποχή μέχρι σήμερα, όπως για παράδειγμα η χρήση του συμβόλου «ᛒ» αντί του «Ε», του «⊕» αντί του «Θ» και του «ᛊ» αντί του «Ι» ή τη δωρική διατύπωση «ταῖς Νύμφαις», διαπιστώνουμε τις μεταβολές που υπέστη κατά την πάροδο του χρόνου η ελληνική γραφή και ο προφορικός λόγος.
Αρχαιότερη μορφή γραφής στον ελλαδικό χώρο (2000 π.Χ.), είναι η μη αποκρυπτογραφημένη Μινωική, ιερογλυφική ή εικονογραφική, γραμμένη σε σφραγιδόλιθους.[7] Σε εξελιγμένη μορφή συναντάται σε πήλινες πινακίδες, ράβδους και δίσκους («δίσκος της Φαιστού») τον 17ο αι. π.Χ.,[8] εποχή που χρησιμοποιείται και η «Γραμμική Α» η οποία επίσης δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί.[9] Σε πήλινες πινακίδες του 15ου - 13ου π.Χ. αι. στο ανάκτορο της Κνωσού, αποτυπώνεται τελειότερος τύπος γραμμικής γραφής, η Μυκηναϊκή «Γραμμική Β», η αρχαιότερη γραφή της ελληνικής γλώσσας, αποκρυπτογραφημένη το 1952 από τον Άγγλο αρχιτέκτονα Μάικλ Βέντρις.[10]
Η Ελληνική γλώσσα από σχετικά ενιαία μορφή, την «προϊστορική κοινή», διασπάται σε διαλέκτους (Ιωνική-Αττική, Αχαϊκή, Δωρική) και ενοποιείται εκ νέου με την μορφή της «Αλεξανδρινής κοινής».[11]
Στις επιγραφές των αρχαϊκών χρόνων παρουσιάζονται παραλλαγές, καθώς στις διαλέκτους ορισμένοι χαρακτήρες διαφοροποιούνταν, τόσο μορφολογικά όσο και φθογγικά, όπως στην Κόρινθο και την Κέρκυρα, ο ήχος ε γράφονταν κάπως σαν το Β και έχει την αξία του ε και του η και το σημείο του σταυρού αλλού σήμαινε Χ κι αλλού Ξ.[12] Αυτή η «ετερομορφία» οφειλόταν στην τοπική εισαγωγή του Φοινικικού αλφαβήτου, καθώς ο δυναμισμός του ελληνικού πνεύματος μεταμόρφωσε γράμματα και φθόγγους, προσαρμόζοντάς τα στις τοπικές λεκτικές ανάγκες και κανένα από τα αρχαϊκά αλφάβητα δεν κράτησε τα είκοσι δύο γράμματα των Φοινίκων στην ακριβή φωνητική τους αξία.[13]
Η χρήση πολλών τοπικών διαλέκτων οφείλεται κυρίως στην έλλειψη επικοινωνίας, αλλά και στην διοικητική αυτονομία με τη μορφή της πόλης-κράτους, που ευνοούσε την γλωσσική αυτοτέλεια, επιτρέποντας περισσότερες επίσημες γλώσσες.[14]
Οι διάλεκτοι της αρχαίας ελληνικής ομαδοποιούνται στην «Ανατολική» με κορμό την «Ιωνική-Αττική» (Ιωνία, Εύβοια, Κυκλάδες και Αττική), την «Κεντρική» με τυπικές διαλέκτους «Αρκαδοκυπριακή» και «Αιολική» (Θεσσαλία, Βοιωτία, Λέσβο και Αιολία) και την «Δυτική», με κλασσική διάλεκτο τη «Δωρική» (Ήπειρος, Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησος, Μήλος, Θήρα, Κρήτη, Δωδεκάνησα, Μικρά Ασία και δωρικές αποικίες της Ν. Ιταλίας).[15]
Σημαντικές διαφοροποιήσεις ανάμεσα στις δύο διαλέκτους, «Δωρικής» και «Ιωνικής-Αττικής» η οποία εξελίχτηκε στη Νεοελληνική, είναι στη μεν Δωρική η διατήρηση του πρωτογενούς ᾶ (γυνά>γυνή), η διατήρηση του φθόγγου με το γράμμα δίγαμμα (F), Fίκατι>είκοσι, του –τι (δίδωτι>δίδωσι), α από ᾶε, ᾶω (Ηρακλείδα, δραχμάν>δραχμών) ή από η σε αε (όρη>όρα), αρ από ερ (ἱαρός>ἱερός) κλπ και στην «Ιωνική» η τροπή του παλαιού μακρού α σε η (=μακρό ε): φάμα>φήμη, νᾶσος>νῆσος, σίγηση του F (δίγαμμα): Fέργον>ἔργον, Fοῖκος>οἶκος, τροπή της συλλαβής τι σε σι: δίδωσι, εἴκοσι, διακόσιοι, τροπή του διπλού σ σε ττ (θάλαττα, φυλάττω) κλπ.[16]
Τον 7οαι. π.Χ. όλες οι ελληνικές πόλεις-κράτη είχαν σε χρήση δικό τους πλήρως διαμορφωμένο αλφάβητο, αποτελούμενο από 21-23 γράμματα, με ιδιομορφίες και παραλλαγές.[17] Τα κείμενα των επιγραφών ήταν γραμμένα με κεφαλαία, χωρίς κενά διαστήματα στις λέξεις, χωρίς σημεία στίξης και τόνους.[18] Από τον 5ο π.Χ. αιώνα, άρχισε βαθμιαία να γενικεύεται η χρήση του ιωνικού αλφαβήτου, το οποίο είχε 24 γράμματα, ήταν πληρέστερο και το υιοθέτησαν επίσημα οι Αθηναίοι με νόμο το 403/2 π.Χ., την εποχή του επώνυμου άρχοντα Ευκλείδη για να καθιερωθεί πανελλαδικά ως «ευκλείδειο αλφάβητο» και να χρησιμοποιείται ως σήμερα.[19] Αρχικά, εξαιτίας φοινικικής επιρροής, η γραφή γινόταν από δεξιά προς τα αριστερά, μετέπειτα στη βουστροφηδόν γραφή, που άρχιζε από δεξιά προς τα αριστερά, συνεχίζοντας κατά την φορά των στίχων, όπως η στροφή των βοδιών στο όργωμα, στις γραφές «πλινθηδόν», σπειρηδόν ή σπειροειδή γραφή, την κιονηδόν ή γραφή κατά στήλες και την τετραγωνισμένη, στοιχηδόν γραφή. [20] Από τον 5ο π.Χ. αιώνα, οριστικοποιήθηκε η φορά της γραφής από αριστερά προς δεξιά, όπως στα μυκηναϊκά συλλαβογράμματα.[21]
Έτσι εξηγείται εν πολλοίς η χρήση του Κορινθιακού αλφάβητου και η τοπική δωρική διάλεκτος, στις επιγραφές του «Σπηλαίου Πιτσά».
Στην συνεκτικότητα της ελληνικής γλώσσας συνετέλεσε η βαθιά εθνική συνείδηση της κοινής καταγωγής και θρησκείας, που τους έκανε να αισθάνονται μεταξύ τους το «ομόγλωσσο», με αποτέλεσμα οι διαλεκτικές διαφορές να μην εξελιχθούν σε πλήρη γλωσσική διαφοροποίηση.[22]
Το «γλωσσικό ζήτημα», που ταλάνισε την Ελλάδα για είκοσι αιώνες, εμφανίζεται με την επικράτηση του «αττικισμού», τη μίμηση του τρόπου έκφρασης των κλασικών αττικών συγγραφέων, ως πρότυπα λόγου και σκέψης, με αρχαϊστικές υπερβολές, από διαφόρους γραμματικούς και λόγιους του 1ουαι. μ.Χ., που οδηγήθηκαν στη «διγλωσσία», την περιφρόνηση του προφορικού λόγου έναντι του γραπτού.[23]
Ενότητα Β΄: Η λατρεία των αρχαίων Ελλήνων μέσα απ’ τους ζωγραφικούς πίνακες του σπηλαίου Πιτσά
Στον ξύλινο πίνακα του 6ου αι. π.Χ. από το Σπήλαιο Πιτσών, αναπαριστάται ιερή πομπή, ίσως ολόκληρης οικογένειας, για θυσία-αφιέρωση στις Νύμφες, όπως προκύπτει από την φέρουσα επιγραφή, οι μορφές έχουν αποδοθεί με έντονα χρώματα σε φόντο λευκό, στα δεξιά του πίνακα παριστάνεται λίθινος βωμός με κρατευτές, φωτιά αναμμένη και κηλίδες αίματος[24], μπροστά στο βωμό μορφή γυναίκας με γαλάζιο δωρικό πέπλο με λευκά περιγράμματα μαιάνδρων και μακρύ κόκκινο ιμάτιο χωρίς στολίδια,[25] η οποία στο δεξί της χέρι κρατά κορινθιακή πρόχου, είδος αγγείου με νερό για τις χοές και με το άλλο χέρι στηρίζει στο κεφάλι της πήλινο δίσκο γεμάτο με λατρευτικά σκεύη.[26] Τη γυναίκα ακολουθούν τρία αγόρια, εκ’ των οποίων το μικρότερο, που φορά μόνο ένα κόκκινο ιμάτιο με γυμνό ώμο και δεξί χέρι, κρατά δεμένο με κόκκινη κορδέλα ένα πρόβατο, το ζώο της θυσίας, τα άλλα δύο παίζουν μουσικά όργανα, το ένα μια οκτάχορδη λίρα και το άλλο αυλό, στηριγμένο στο στόμα του με φορβεία (ιμάντα).[27] Τα αγόρια ακολουθούν δύο γυναίκες με πέπλο και ιμάτιο, στο δεξί τους χέρι φέρουν κλαδιά μυρτιάς και κορδέλες, ενώ έχουν το αριστερό χέρι υψωμένο σε θέση προσευχής και ακολουθεί άλλη μορφή, κατά τον Ορλάνδο γυναίκα, κατ’ άλλους άνδρας, της οποίας δεν σώζεται το κεφάλι, φορά ολόσωμο γαλάζιο ιμάτιο και στο αριστερό χέρι φέρει κλαδί μυρτιάς.[28]
Με βάση τον πίνακα και την αφιερωματική επιγραφή, προσεγγίζουμε τις θρησκευτικές δοξασίες και το τελετουργικό των αρχαίων Ελλήνων, καθώς οι ιδιωτικές «αναθηματικές επιγραφές» που συνόδευαν το αφιέρωμα, ως έξαρση του θρησκευτικού αισθήματος ενός ατόμου, οικογένειας, φρατρίας ή κοινότητας, διαιώνιζαν την πράξη του αναθέτη.[29]
Η καθημερινότητα της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας βρισκόταν σε απόλυτη ταύτιση με τη θρησκευτική της συμπεριφορά. Η οικογενειακή εστία, που γύρω της λειτουργούσε η ελληνική οικογένεια, ήταν αφιερωμένη στην προστάτιδα της οικιακής ζωής, ευημερίας και οικογένειας, θεότητα της Εστίας.[30] Οι θεότητες ήταν προσιτές σε κάθε σημαντική στιγμή της ιδιωτικής και κοινωνικής ζωής, μέσα από τις οικογενειακές λατρευτικές συνήθειες, έτσι ώστε οι θεοί να είναι αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητας των Ελλήνων.[31] Ο πολίτης μετά την ενηλικίωσή του όφειλε να συμμετέχει στις γιορτές προς τιμή των θεών και των ηρώων, στα πλαίσια της φυλής, του δήμου ή θρησκευτικών ενώσεων, με τον όρκο των εφήβων να αποτελεί μια θρησκευτική πράξη και τις γυναίκες να μετέχουν επίσης από νεαρά κορίτσια, κυρίως όμως ως παντρεμένες, με ενεργό ρόλο στις θρησκευτικές τελετές της πόλης.[32] Η θρησκευτικότητα συνίσταται στην τήρηση της τελετουργίας, ως έκφρασης σεβασμού και απόδοσης οφειλόμενων τιμών, κυρίως με θυσίες και αναθηματικές προσφορές, χωρίς αυτό να συνεπάγεται την τελετουργοποίηση της ζωής τους.[33] Χωρίς εμμονές, αισθάνονταν δέος απέναντι στις θεότητες καθώς πίστευαν στην δυνατότητα των θεών να τιμωρούν τους θνητούς για τα παραπτώματά τους στη διάρκεια του βίου τους ή μέσω των απογόνων τους. [34] Η εμπειρία του «ιερού» γεννήθηκε πιθανώς από το συναίσθημα πως υπερφυσικές δυνάμεις διαβιούσαν σε τόπους μυστηρίου, ποτάμια, πηγές και σπηλιές, βρισκόταν πίσω από τρομερά φυσικά φαινόμενα ή ήταν παρούσες σε καθοριστικές στιγμές της ανθρώπινης ύπαρξης.[35]
Η ιδιωτική και δημόσια ζωή των αρχαίων Ελλήνων περιελάμβανε ιεροτελεστίες, όπως θυσίες, υγρές προσφορές και προσευχές, που είχαν σκοπό να εξευμενίσουν τις θεότητες, για εξασφάλιση εύνοιας και προστασίας.[36] Οι θυσίες διακρίνονταν σε αιματηρές και αναίμακτες, στις οποίες γινόταν χρήση φωτιάς για την τέρψη των θεών από τις ευωδιές και την ωμοφαγία.[37] Οι «αιματηρές» ήταν θυσίες ζώων, κυρίαρχες στην αρχαία ελληνική λατρεία,[38] το δε ιερό σφάγιο λεγόταν «ἱερεῖον».[39] Σ’ αυτές θυσιάζονταν κατοικίδια ζώα, βοοειδή στις επισημότερες τελετές αιματηρής θυσίας.[40] Τα ζώα οδηγούσε στο βωμό μια πομπή με προκαθορισμένο τελετουργικό, τα μη αναλώσιμα μέρη του ζώου ραντίζονταν με σπονδή, λιβανίζονταν και στη συνέχεια καίγονταν στο βωμό, καθώς υπήρχε η πεποίθηση πως οι θεοί τρέφονταν και ευφραίνονταν από την «κνίσα», τον λιπαρό και ευωδιαστό καπνό που εκλυόταν από την καύση.[41] Τα υπόλοιπα βρώσιμα μέρη του κρέατος τεμαχιζόταν σε μερίδες και καταναλωνόταν επί τόπου από τους συνδαιτυμόνες, σε δημόσιο γεύμα που είχε σκοπό όχι μόνο την σίτιση των πολιτών αλλά και την ισχυροποίηση των μεταξύ τους δεσμών.[42] Στη γιορτή των Παναθηναίων οι Αθηναίοι θυσίαζαν συνήθως εκατό βοοειδή για να τραφεί το πλήθος των συμμετεχόντων, θυσίες γνωστές ως εκατόμβες.[43] Οι παραπάνω θυσίες αφορούσαν κυρίως ουράνιες θεότητες. Στις θυσίες προς τιμήν των χθόνιων θεοτήτων και των ηρώων, η τελετή διαφοροποιούνταν, καθώς το ζώο δεν σφάζονταν πάνω στο βωμό αλλά σε μια χαμηλή «εσχάρα πυράς» ή ένα λάκκο (βόθρο) και το κρέας δεν τρωγόταν αλλά καιγόταν σε «ολοκαύτωμα».[44] Στις αναίμακτες θυσίες οι συμμετέχοντες προσέφεραν, τρόφιμα, κάνιστρα ανθισμένα, θυμίαμα, καρπούς, φυσικούς ή διακοσμημένους όπως η «ειρεσιώνη» που ήταν κλάδος ελιάς στολισμένος με γιρλάντες από μαλλί και καρπούς, κρατήρες με πρωτόλαδο, μέλι, κρασί, ξηρούς καρπούς, δημητριακά, πήλινες χύτρες με ψημένα όσπρια («πυανέψια»), «κέρνους» ή «τρυβλία» με αρωματικά καρυκεύματα και «όσχους», δηλαδή κλαδιά αμπελιού που είχαν επάνω τους σταφύλια.[45]
Τα «πέμματα» (πέλανοι ή πόπατα), ήταν ομοιώματα ζώων από αλεύρι ή κερί, που προσφέρονταν στις θεότητες από κείνους που δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα θυσίας ενός ζώντος ζώου.[46] Η ελληνική μυθολογία παρέχει πολλά παραδείγματα ανθρωποθυσιών, που μπορεί να υπήρξαν, όμως καμία ιστορικά επιβεβαιωμένη πληροφορία δεν υπάρχει που να στηρίζει τέτοιο επιχείρημα.[47] Οι σπονδές γινόταν συνήθως με «άκρατο οίνο» (ἔνσπονδο) ενίοτε δε με γάλα και μέλι και άλλα υγρά «άκρατα η κεκραμένα» (χοές), με ή χωρίς νερό.[48] Προσευχές και μουσική συνόδευαν τις θυσίες ή τις υγρές προσφορές.[49]
Συμπεράσματα
Με ενδελεχή μελέτη των δεδομένων και εξετάζοντας διεξοδικά τον συγκεκριμένο αναθηματικό πίνακα του 6ου π.Χ. αι., συμπεραίνουμε πως στο διάβα των αιώνων, μέσα από αέναες μεταβολές, κάθε άλλο παρά εύκολη υπόθεση ήταν η μετάβαση από την Δωρική τραχύτητα και την Ιωνική απαλότητα στη σημερινή νεοελληνική γλώσσα και γραφή.
Κατά τη διερεύνηση της ζωγραφικής παράστασης του ίδιου πίνακα αντιλαμβανόμαστε πως η συμμετοχή των αρχαίων Ελλήνων σε θρησκευτικές τελετουργίες, όπως οι θυσίες, ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς τους, έχοντας στόχο την εύνοια των θεοτήτων, χωρίς όμως θρησκοληπτικούς δογματισμούς.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βούρτσης Ι., Μανακίδου Ε., Πασχαλίδης Γ. και Σμπόνιας Κ., Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, Τόμος Α΄, Πάτρα, 1999.
Γιαννόπουλος, Ιω. και Γ. Κατσιαμπούρα και Α. Κουκουζέλη, Εισαγωγή στον Ελληνικό πολιτισμό, Τόμος Β΄ Σημαντικοί Σταθμοί του Ελληνικού Πολιτισμού, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2000.
Ζάχος Κωνσταντίνος Λ., Δρ Αρχαιολόγος, περιοδικό «Αρχαιολογία», «Σπήλαιο Πιτσών», Τεύχος 15, Μαΐου 1985.
Κοπιδάκης, Μ. Ζ. (επιµ.), Ιστορία της Ελληνικής γλώσσας , Αθήνα 1999.
Μπαµπινιώτης, Γ., Συνοπτική ιστορία της ελληνικής γλώσσας, Αθήνα 1985.
Πέππα-Δελμούζου Ντίνα, Έφορος Επιγραφικού Μουσείου, περιοδ. «Αρχαιολογία», «Γύρω από την ελληνική επιγραφική», Τεύχος 5, Νοεμβρίου 1982.
A.K. Orlandos, Pitsa, Enciclopedia dell' Arte Antica VI, 1965.
Mosse C., Ο Πολίτης στην Αρχαία Ελλάδα, (μτφρ. Παπακωνσταντίνου Ι.), εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 1996.
Smith William, Sir, «Λεξικόν της ελληνικής αρχαιολογίας», μεταφρασθέν υπό Δ. Πανταζή, Τυπογραφείο Ιω. Αγγελοπούλου, Αθήναι 1860.
Vegetti, M., «Ο άνθρωπος και οι θεοί» στο Borgeaud, P. et al., Ο Έλληνας άνθρωπος, σσ. 379-424, μτφρ. Χ. Τασάκος, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1996.
[1] Ζάχος Κωνσταντίνος Λ., Δρ Αρχαιολόγος, περιοδικό «Αρχαιολογία», «Σπήλαιο Πιτσών», Τεύχος 15, Μαΐου 1985, σελ. 23.
[2] Ζάχος Κωνσταντίνος Λ., ό.π., σελ. 25.
[3] Ζάχος Κωνσταντίνος Λ., ό.π., σελ. 25.
[4] A.K. Orlandos, Pitsa, Enciclopedia dell' Arte Antica VI, 1965, σ. 201.
[5] Γραμματοσειρά «Segoe UI Symbol».
[6] Ίδιο, σελ. 201-204.
[7] Βούρτσης Ι., Μανακίδου Ε., Πασχαλίδης Γ. και Σμπόνιας Κ., Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, Τόμος Α΄, Πάτρα, 1999, σ. 260.
[8] Ι..Βούρτσης, Ι., Μανακίδου, Ε., κα., ό.π., σ. 260.
[9] Ίδιο, σ. 260.
[10] Ίδιο, σ. 261.
[11] Μπαµπινιώτης, Γ., Συνοπτική ιστορία της ελληνικής γλώσσας, Αθήνα 1985, σελ. 95.
[12] Πέππα-Δελμούζου Ντίνα, Έφορος Επιγραφικού Μουσείου, περιοδικό «Αρχαιολογία», «Γύρω από την ελληνική επιγραφική», Τεύχος 5, Νοεμβρίου 1982, σ. 68.
[13] Ίδιο, σ. 68.
[14] Μπαµπινιώτης, Γ., ό.π., σελ. 95.
[15] Ι..Βούρτσης, Ι., Μανακίδου, Ε., κα., ό.π., σ. 271.
[16] Ίδιο, σ. 272-273.
[17] Ίδιο, σ. 268.
[18] Ίδιο, σ. 268.
[19] Ίδιο, σ. 270.
[20] Ίδιο, σ. 270.
[21] Ίδιο, σ. 270.
[22] Μπαµπινιώτης, Γ., σελ. 95.
[23] Ι..Βούρτσης, Ι., Μανακίδου, Ε., κα., ό.π., σ. 286-287.
[24] A.K. Orlandos ό.π., σελ. 203.
[25] Ίδιο, σελ. 201.
[26] Ζάχος Κωνσταντίνος Λ., ό.π., σελ. 25.
[27] Ίδιο, σελ. 25.
[28] Ζάχος Κωνσταντίνος Λ., ό.π., σελ. 25.
[29] Πέππα-Δελμούζου Ντίνα, ό.π., σ. 66.
[30] Vegetti, M., «Ο άνθρωπος και οι θεοί» στο Borgeaud, P. et al., Ο έλληνας άνθρωπος, σσ. 379-424, μτφρ. Χ. Τασάκος, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1996, σελ. 379.
[31] Vegetti, M., ό.π., σελ. 380.
[32] Mosse C., Ο Πολίτης στην Αρχαία Ελλάδα, (μτφρ. Παπακωνσταντίνου Ι.), εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 1996, σελ. 76-78.
[33] Vegetti, M., ό.π., σελ. 382-383.
[34] Vegetti, M., ό.π., σελ. 383.
[35] Ίδιο, σελ. 385.
[36] Γιαννόπουλος, Ιω. και Γ. Κατσιαμπούρα και Α. Κουκουζέλη, Εισαγωγή στον Ελληνικό πολιτισμό
Τόμος Β΄ Σημαντικοί Σταθμοί του Ελληνικού Πολιτισμού, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2000, σ. 29.
[37] Γιαννόπουλος, Ιω. και Γ. Κατσιαμπούρα, κα., ό.π., σ. 29.
[38] Ίδιο, σ. 30.
[39]Smith William, Sir, «Λεξικόν της ελληνικής αρχαιολογίας», μεταφρασθέν υπό Δ. Πανταζή, Τυπογραφείο Ιω. Αγγελοπούλου, Αθήναι 1860, σ. 432.
[40] Γιαννόπουλος, Ιω. και Γ. Κατσιαμπούρα, κα., ό.π., σ. 30.
[41] Ίδιο, σ. 30.
[42] Ίδιο, σ. 30.
[43] Ίδιο, σ. 30.
[44] Γιαννόπουλος, Ιω. και Γ. Κατσιαμπούρα, κα., ό.π., σ. 30.
[45] Smith William, Sir, ό.π., σ. 432-433.
[46] Smith William, Sir, ό.π., σ. 433.
[47] Ίδιο, σ. 430.
[48] Ίδιο, σ. 433.
[49] Γιαννόπουλος, Ιω. και Γ. Κατσιαμπούρα, κα., ό.π., σ. 31.
Δημήτρης Β. Καρέλης
Συγγραφέας – Αρθρογράφος -Πολιτισμολόγος,
Απόφοιτος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.
karelisdimitris@gmail.comΣυγγραφέας – Αρθρογράφος -Πολιτισμολόγος,
Απόφοιτος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.
(ΕΛΠ10-2)