Οι
διαβητικοί έχουν περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν οστεοαρθρίτιδα,
ρευματοειδή αρθρίτιδα και οστεοπόρωση, παθήσεις που οδηγούν σε εκφύλιση των
αρθρώσεων και επομένως είναι ενδεχόμενο να υποβληθούν σε αρθροπλαστική. Επίσης,
όπως διαπιστώθηκε από μια δανέζικη μελέτη που βασίστηκε σε δεδομένα
περισσοτέρων των 100.000 ανθρώπων, η συγκεκριμένη ομάδα ασθενών παρουσιάζει
συχνότερα πόνο στην πλάτη, στον ώμο και στον αυχένα.
«Ο
διαβήτης τύπου 2 είναι μια μεταβολική νόσος που χαρακτηρίζεται από αύξηση του
σακχάρου στο αίμα, λόγω αδυναμίας του παγκρέατος να παράγει την απαραίτητη
ποσότητα ινσουλίνης ή αυτή που παράγει δεν χρησιμοποιείται σωστά από τον
οργανισμό. Πρόκειται για μια χρόνια ασθένεια που απαιτεί δια βίου διαχείριση.
Δεδομένου ότι επηρεάζει διάφορα όργανα του σώματος και μάλιστα χωρίς να γίνεται
άμεσα αντιληπτή, η επιστημονική κοινότητα διεξάγει συνεχώς έρευνες προκειμένου
να διευρυνθούν οι γνώσεις μας για τις επιπτώσεις του», σημειώνει ο εξειδικευμένος
στις αρθροπλαστικές ισχίου και γόνατος ορθοπαιδικός χειρουργός Δρ. Αθανάσιος
Τσουτσάνης. Από τη νόσο πάσχουν πάνω από 422 εκ.
παγκοσμίως (2014, WHO),
αριθμός που βρίσκεται σε άνοδο, εξαιτίας κυρίως του δυτικού τρόπου ζωής. Με
αυτό το δεδομένο οποιαδήποτε συσχέτιση με παθήσεις των αρθρώσεων θα μπορούσε να
λειτουργήσει προληπτικά και με τον σχεδιασμό παρεμβάσεων ένα ποσοστό ασθενών θα
βοηθούσε να αποφύγουν ή καθυστερήσουν τα συμπτώματα οπότε και την ανάγκη για
θεραπεία.
Στο
παρελθόν ερευνητές παρατήρησαν ότι οι πάσχοντες από διαβήτη είναι πιθανότερο να
αναφέρουν μυοσκελετικό πόνο από ότι τα άτομα χωρίς τη νόσο. Ωστόσο, δεν είναι
σαφές εάν αυτή η αύξηση οφείλεται σε αυξημένο κίνδυνο χρόνιων παθήσεων των
οστών και των αρθρώσεων. Η διευκρίνιση αυτή αποτέλεσε τον στόχο μιας
επιστημονικής ομάδας από το
Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Nordsjaellands στο Hillerød της Δανίας. Αφού
επεξεργάστηκαν στοιχεία 109.218 ατόμων
ηλικίας 40 ετών και άνω, εκτός από τη διαπίστωση ότι το 8,5% διαγνώστηκε με διαβήτη, ότι οι
περισσότεροι ήταν άνδρες, μεγαλύτερης ηλικίας και με υψηλότερο δείκτη μάζας
σώματος, παρατήρησαν και ότι ήταν πιθανότερο να πάσχουν από οστεοαρθρίτιδα,
ρευματοειδή αρθρίτιδα και οστεοπόρωση.
Ειδικότερα,
τα αποτελέσματα που παρουσιάστηκαν στο ετήσιο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
για τη Μελέτη του Διαβήτη (European
Association for the Study of Diabetes), το οποίο διεξήχθη στο
Βερολίνο, έδειξαν ότι τα άτομα με διαβήτη είχαν 33% περισσότερες πιθανότητες να
εμφανίσουν οστεοαρθρίτιδα, 70% ρευματοειδή αρθρίτιδα και 29% οστεοπόρωση.
Όπως
μας εξηγεί ο Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών Δρ. Τσουτσάνης, η οστεοαρθρίτιδα και η ρευματοειδής αρθρίτιδα είναι
δύο από τους 100 και πλέον τύπους αρθρίτιδας που γνωρίζουμε. Και οι δύο μπορούν
να προκαλέσουν οίδημα, πόνο, δυσκαμψία και μειωμένο εύρος κίνησης, συμπτώματα
που διαφέρουν σε ένταση και δεν είναι μόνιμα, αλλά υπόκεινται σε περιόδους
ύφεσης και έξαρσης. Σε προχωρημένα στάδια επηρεάζουν αρνητικά την ποιότητα ζωής
των ασθενών.
Η
συχνότερη μορφή αρθρίτιδας είναι η οστεοαρθρίτιδα. Προκύπτει όταν ο χόνδρος στα
άκρα των οστών φθείρεται, οπότε τα οστά τρίβονται μεταξύ τους. Με τον καιρό, οι
αρθρώσεις μπορεί να χάσουν την ανθεκτικότητά τους και ο πόνος μπορεί να γίνει
χρόνιος. Όταν τα συμπτώματα είναι ήπια ή μέτρια, αντιμετωπίζονται συντηρητικά
με τακτική άσκηση και ενδυνάμωση των μυών γύρω από την άρθρωση, φυσικοθεραπεία,
κρυοθεραπεία ή θερμοθεραπεία, φαρμακοθεραπεία, την αποφυγή επαναλαμβανόμενων
κινήσεων και τη διατήρηση του βάρους σε φυσιολογικά επίπεδα.
Όταν
όμως είναι σοβαρά και ο ασθενής δυσκολεύεται σημαντικά ή αδυνατεί να
ακολουθήσει την καθημερινότητά του χωρίς να υποφέρει, υποβάλλεται σε
χειρουργική επέμβαση για την αντικατάσταση της άρθρωσης. Η αρθροπλαστική,
αποκαθιστά τη λειτουργικότητα της πάσχουσας άρθρωσης και έχει αποδειχθεί ότι
όσοι υποβάλλονται σ’ αυτή μειώνουν τον κίνδυνο για καρδιακή ανεπάρκεια, διαβήτη
και κατάθλιψη. Όταν δε πραγματοποιείται με τεχνικές ελάχιστης επεμβατικότητας
όπως η AMIS, ο
ασθενής αναρρώνει γρηγορότερα, χωρίς (ιδιαίτερο) μετεγχειρητικό πόνο και
επιστρέφει συντομότερα στην καθημερινότητά του, διότι κατά την επέμβαση δεν
κόβονται ή αποκολλούνται μύες, απλά παρεκτοπίζονται.
Η
ρευματοειδής αρθρίτιδα είναι μια αυτοάνοση ασθένεια που επίσης προκαλεί βλάβη
στις αρθρώσεις, συνήθως αμφοτερόπλευρα. Για τη βλάβη αυτή δεν ευθύνεται η φθορά
ή κάποιος τραυματισμός αλλά ο ίδιος ο οργανισμός που επιτίθεται στον εαυτό του.
Αυτός είναι ένας τρόπος που οι γιατροί τη διακρίνουν από άλλες μορφές
αρθρίτιδας, όπως η οστεοαρθρίτιδα. Για τη θεραπεία της προσβεβλημένης άρθρωσης,
η αρθροπλαστική έχει αποδειχθεί ότι είναι η πιο επιτυχημένη επέμβαση στους
ασθενείς που βρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο.
Η οστεοπόρωση, δηλαδή η μειωμένη οστική αντοχή
που προκαλεί κατάγματα, παρότι μπορεί να επηρεάσει οποιοδήποτε οστό, κυρίως επιφέρει
κατάγματα στο ισχίο, στη σπονδυλική στήλη και στον καρπό και οι ασθενείς
πιθανότατα χρειάζονται χειρουργική επέμβαση για την αποκατάστασή τους. «Όσον
αφορά στο ισχίο, το είδος της επέμβασης που θα πραγματοποιηθεί, δηλαδή ημιαρθροπλαστική,
ολική αρθροπλαστική ή εσωτερική οστεοσύνθεση, εξαρτάται από την ηλικία, τη
σοβαρότητα και τη θέση του κατάγματος», διευκρινίζει ο Δρ. Τσουτσάνης.
Οι
συγγραφείς της μελέτης πιστεύουν ότι η ιδιαίτερα έντονη σχέση μεταξύ της
ρευματοειδούς αρθρίτιδας και του διαβήτη μπορεί να οφείλεται στην παρουσία
χρόνιας φλεγμονής και στις δύο παθήσεις. Ή ενδεχομένως να οφείλεται στο ότι τα
φάρμακα (στεροειδή) που χρησιμοποιούνται στη θεραπεία της ρευματοειδούς
αρθρίτιδας αυξάνουν τον κίνδυνο ανάπτυξης διαβήτη τύπου 2.
Τέλος,
μια άλλη πιθανή αιτία είναι η αδυναμία των ανθρώπων που υποφέρουν απ’ αυτές τις
παθήσεις των αρθρώσεων να ασκηθούν λόγω του πόνου που βιώνουν, υπονομεύοντας
έτσι την υγεία τους και την πιθανότητα εμφάνισης διαβήτη. Εξάλλου, όπως επίσης
παρατήρησαν, όσοι διαβητικοί ασκούνταν πιο εντατικά είχαν μειωμένο κίνδυνο
πόνου στην πλάτη, στους ώμους και στον αυχένα.