Δικηγόρος
– Βουλευτής Φθιώτιδας ΣΥ.ΡΙΖ.Α.
«Συμφωνία των Πρεσπών:
Η ώρα των μεγάλων αποφάσεων»
Η
ιστορία κάνει κύκλους και επαναλαμβάνεται ως φάρσα, πολλές φορές με το ίδιο
ακροατήριο. Σε κάθε παρόμοια επανάληψή της, η ιστορία μας προσφέρει την
ευκαιρία να διορθώσουμε τα λάθη μας ή να αποδεχθούμε μοιρολατρικά ότι είμαστε
παθητικοί δέκτες της εξέλιξής της. Όσο στρουθοκαμηλίζουμε, τόσο το πρόβλημα
διογκώνεται και όσο συμβαίνει αυτό, τόσο επιτακτικότερη καθίσταται η ανάγκη
εύρεσης ενός ηγέτη, ο οποίος θα αναλάβει την ευθύνη και θα θέσει ένα τέλος
προλαβαίνοντας τα χειρότερα. Ενώπιον μιας τέτοιας πραγματικότητας βρισκόμαστε
και σήμερα με αφορμή τη συζήτηση και την τελική ψήφιση στο Ελληνικό Κοινοβούλιο
της «Συμφωνίας των Πρεσπών», αλλά ποια ακριβώς είναι αυτά τα «χειρότερα»;
Πρόκειται
για μια πολυεπίπεδη προβληματική, η οποία αγγίζει κατ’ αρχάς την ασφάλεια της
περιοχής συνολικά. Η δεδομένη άνοδος του αλβανικού εθνικισμού και η διείσδυση
του τουρκικού παράγοντα στα Κεντρικά Βαλκάνια συνιστούν ζητήματα, που απαιτούν
τη στρατηγική εποπτεία της χώρας μας και όχι την περιθωριοποίησή της. Μέσω της
«Συμφωνίας των Πρεσπών», η Ελλάδα «εισέρχεται» εκ νέου σε μια γεωγραφική ζώνη,
η οποία αποτελούσε ιστορικά προνομιακό χώρο για τον ελληνισμό, προωθώντας μία
θετική ατζέντα συνεργασιών για την ευρύτερη περιοχή.
Όντας
το ισχυρό μέρος της καλλιεργούμενης διακρατικής σχέσης και κοιτώντας το μέλλον
με αυτοπεποίθηση και δυναμισμό, η Ελλάδα μπορεί να αναβαθμίσει το γεωπολιτικό
ρόλο της προχωρώντας παράλληλα σε ανάσχεση της τουρκικής επιρροής. Είναι χαρακτηριστικά
τα λόγια του Προέδρου της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος σημείωνε
παλαιότερα ότι «υπάρχουν 100 τουρκικά επενδυτικά σχήματα στη «Μακεδονία» [sic] αλλά θα θέλαμε να δούμε
τα συγκεκριμένα νούμερα να μεγαλώνουν», ενώ υπήρχαν έτη κατά τα οποία οι
εμπορικές σχέσεις των δύο χωρών διευρύνθηκαν έως και 30%.
Όσο
συνέβαιναν τα παραπάνω, η Ελλάδα εξέφραζε ορισμένες πάγιες διεκδικήσεις, που
αφορούσαν την ανάγκη απουσίας αλυτρωτικών διακηρύξεων και ισχυρισμών περί
«μακεδονικής μειονότητας» στη χώρα μας, την απεμπόληση κάθε αναθεωρητισμού και
τη μη επίκληση ελληνικών συμβόλων από τη γείτονα χώρα. Παράλληλα, όπως
διατυπωνόταν επίσημα και εντός της ιστοσελίδας του ελληνικού υπουργείου
εξωτερικών, ο στόχος της χώρας μας σχετιζόταν με μία ονομασία με γεωγραφικό
προσδιορισμό έναντι όλων (erga omnes).
Για όσους – όπως ο κ. Αντώνης Σαμαράς και τα πολιτικά του «εξαπτέρυγα» –
επένδυαν στη διαιώνιση του προβλήματος, η επίτευξη των ως άνω στόχων με
ταυτόχρονη συνταγματική κατοχύρωση ήταν ανέφικτη και ουτοπική…
Να,
όμως, που έγινε και πλέον ο πανικός στο στρατόπεδο της ακροδεξιάς είναι
έκδηλος… Ως «πνιγμένοι που πιάνονται από τα μαλλιά τους», εφευρίσκουν
προβλήματα σχετικά με τη γλώσσα και την ιθαγένεια, αποκρύπτοντας μεθοδικά ότι
τη μεν πρώτη την παρέδωσαν οι ίδιοι το 1977 με την αποδοχή ύπαρξης «μακεδονικής
γλώσσας» στη Διάσκεψη του Ο.Η.Ε. στην Αθήνα (!!!) και η δε άλλη αποτελεί μία
έννοια περιοριζόμενη στο κράτος χωρίς ευρείες ταυτοτικές προεκτάσεις όπως
συμβαίνει με την περίπτωση της «εθνότητας».
Όπως
σημειώθηκε και στην αρχή, η «Συμφωνία των Πρεσπών» συνιστά τη βέλτιστη λύση στο
πρόβλημα πριν τα 140 κράτη, που έφθασαν να αναγνωρίζουν τη γειτονική χώρα ως
«Μακεδονία», γίνουν 200. Ήρθε ο καιρός το πολιτικό σύστημα και ιδιαίτερα
εκείνοι που δημιούργησαν και διόγκωσαν το πρόβλημα να αναλάβουν τις ευθύνες
τους και να θέσουν ένα τέρμα στα φοβικά σύνδρομα και στη βαλκανική απομόνωση
της χώρας μας. Ήρθε η ώρα των μεγάλων αποφάσεων.