Η Επανάσταση
του 1821 στην περιοχή του Δομοκού
Ιχνογραφεί
ο Δημήτρης Β. Καρέλης*
Οι
απελευθερωτικοί αγώνες της περιφέρειας Δομοκού, πριν την επανάσταση του 1821,
αρχίζουν με τις προσπάθειες του επισκόπου Τρίκκης Διονυσίου Φιλοσόφου, του
Γεωργίου Παπαζόλη, του Θεοδώρου Ορλώφ, του Λάμπρου Κατσώνη και του Ανδρίτσου,
πατέρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου, του παπα-Θύμιου Βλαχάβα και του Νικοτσάρα, του
Ρήγα Βελεστινλή, των διαφόρων κλεφταρματωλών των Αγράφων και της Όθρης. Η
ιστορική παράδοση του ελληνικού έθνους, η πνευματική και οικονομική άνοδος του
παροικιακού και του υπόδουλου ελληνισμού κατά τον τελευταίο αιώνα της
Τουρκοκρατίας, η διάδοση των φιλελεύθερων ιδεών της εποχής, η οργανωτική
προετοιμασία από τη Φιλική Εταιρεία και οι ετοιμοπόλεμες δυνάμεις των κλεφτών
και των αρματολών, υπήρξαν τα θεμέλια, πάνω στα οποία στηρίχτηκε η επανάσταση
του 1821.
Η βόρεια Φθιώτιδα μέχρι τις παραμονές της επανάστασης του 1821
βρισκόταν κάτω από την εξουσία του Αλή Πασά των Ιωαννίνων και του γιου του,
Βελή πασά. Μετά το θάνατό του, περιήλθε στα χέρια του Ομέρ Βρυώνη και του
Μαχμούτ πασά Δράμαλη, γνωστών από το ρόλο που έπαιξαν στον εθνικό μας αγώνα. Η
πόλη του Δομοκού ήταν έδρα Τούρκου πασά και υπήρχε σ’ αυτόν πάντα ισχυρή
φρουρά. Ο γάλλος γιατρός Pouqueville αναφέρει: «Η Θαυμακός δε εξαγορασθείσα υπό
του Μπαμπά-πασά κατά την επανάστασιν,
κατελήφθη υπό του Ομέρ Βρυώνη και υπό του Δράμαλη».[2]
Την προπαρασκευή των κατοίκων της περιοχής του
Δομοκού είχαν αναλάβει διάφοροι κλεφταρματολοί, φιλικοί, κληρικοί και μοναχοί
των μοναστηριών (Αντινίτσης, Ομβριακής, Ξενιάς κτλ.) κι άλλοι ανυπότακτοι και
ένοπλοι που κατέβαιναν από τα γειτονικά Άγραφα. Κατά την εποχή της επανάστασης
του 1821, το συντονισμό του αγώνα είχαν οι δύο διακεκριμένοι Φαναριώτες, ο Κων.
Θ. Καρατζάς και ο Θεόδ. Νέγρης, ενώ γενικός υπεύθυνος της Φιλικής Εταιρείας
ήταν ο Χριστόφορος Περραιβός. Επίσημος Οπλαρχηγός στην επαρχία Ζητουνίου με
επιρροή στην επαρχία Δομοκού ήταν ο Δυοβουνιώτης, ο οποίος κήρυξε την
επανάσταση στις 13 Απριλίου 1821.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας, Κυβερνήτης της
Ελλάδος έγραφε στις επιστολές του, για την αρχή της επανάστασης στη Φθιώτιδα: «Όλος
ο τόπος και τα περί την Λαμίαν (Ζητούνι) χωρία επήραν τα όπλα εν αρχαί Απριλίου
του 1821, και το φρούριον Βουδουνίτσι παρεδόθη εις τους Έλληνας μετά πολιορκιών
ολιγοήμερων. Περώντος δε του Δραμαλικού στρατού, οι μεν μάχιμοι των Λοκρών,
καταλαβόντες τα οχυρά των ορεινών του τόπου μερών, επείχον τους Τούρκους, αι δε
γυναίκες, τα παιδία, και οι γέροντες μετακομίσθηκαν εις την νήσον του
Ταλαντίου, όθεν εξήλθαν μετά τον κίνδυνον. Αλωθείσης όμως της Ευβοίας παρά των
Τούρκων το 1824, οι Λοκροί, μη έχοντες πλέον ασφάλειαν, διεσκορπίσθησαν εις την
Πελοπόννησον και τας νήσους. Οι δε της Φθιώτιδος κάτοικοι εκράτησαν μέχρι της
αλώσεως του Μεσολογγίου. Κατά τάς τελευταίας ειδήσεις, οι Τούρκοι εις
Πατρατζίκιον (σ.σ. Υπάτη) συνήξαν ήδη όλην σχεδόν την δύναμιν όσην είχον εις
Ζητούνι και τα περίχωρα, ούσαν περί τους τρισχιλίους».
Οι κάτοικοι των
χωριών του Δομοκού, σύμφωνα με τις πληροφορίες του Πουκεβίλ, ήταν φόρου
υποτελείς στον πασά της Λάρίσας και είχαν το δικαίωμα να φέρουν όπλα,
προκειμένου να φυλάσσονται από τους πολλούς ληστές που διέτρεχαν την περιοχή.
Μια εγκύκλιος του ιερού κλήρου της περιοχής κατά την έκρηξη του αγώνα του 1821
καλούσε τους κατοίκους σε επανάσταση κατά των Τούρκων, η οποία βρήκε ανταπόκριση
μεταξύ των κατοίκων.
Πολλοί απ’ αυτούς προσέτρεξαν να πλαισιώσουν τους
διάφορους οπλαρχηγούς και καπεταναίους που εμφανίστηκαν. Άλλοι μετέφεραν
πληροφορίες κι άλλοι εξυπηρετούσαν διάφορους τρόπους τον αγώνα. Από έγγραφα του
Αρχείου των Αγωνιστών, διαπιστώνεται ότι πολλοί κάτοικοι της περιοχής
πλαισίωσαν ως ένοπλοι όχι μόνο τους Κοντογιανναίους, αλλά και τον Αθανάσιο
Διάκο, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τον αρχιστράτηγο της Ρούμελης Γεώργιο
Καραϊσκάκη και συμμετείχαν στο θρίαμβο της Αράχωβας και στους αγώνες της
Ακρόπολης μαζί με άλλους Ρουμελιώτες. Μεγαλύτερη όμως ακτινοβολία στους
κατοίκους της περιοχής είχε ο Μήτσος Κοντογιάννης, οπλαρχηγός της Υπάτης. Ακόμη
και οι καπεταναίοι του Αλμυρού Βελέντζας, Μπασδέκης, Γριζάνος κ.ά. προσέλκυσαν
πολλούς κατοίκους της γειτονικής κυρίως πλευράς. Βέβαια, ο Χουρσίτ πασάς που
πολιορκούσε τότε τον Αλή Πασά στα Ιωάννινα, έστειλε εναντίον των επαναστατών
8000 πεζούς και 800 ιππείς με αρχηγούς τον Κιοσέ Μεχμέτ και τον Ομέρ Βρυώνη,
για να καταπνίξουν την επανάσταση.
Οι οπλαρχηγοί Δυοβουνιώτης, Πανουργιάς και
Κοντογιάννης προσπάθησαν να παρεμποδίσουν το πέρασμα των Τούρκων προς τη Νότια
Ελλάδα, στήνοντας καρτέρι στο χωριό Δερβέν Φούρκα (Καλαμάκι), οι οποίοι όμως
αναγκάστηκαν μπροστά στο μεγάλο όγκο των Τούρκων να υποχωρήσουν προς την Οίτη.
Όπως αναφέρει το «Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως» του
Ιωάννου Φιλήμονος, τον Απρίλιο του 1821 στην κορύφωση του αγώνα στην περιοχή της
Στερεάς απαιτούταν συνένωση δυνάμεων και η μέσω πολιορκίας εξουδετέρωση των
Τούρκικων δυνάμεων της Υπάτης: «Προς τον διπλούν δε τούτον σκοπόν μετέβησαν
ούτοι εις το πλησίον της Υπάτης βορειοδυτικώς κείμενον χωρίον των Κομποτάδων
όπου έφθασε και ο Πανουριάς μεθ’ ετέρων πεντακοσίων Φωκέων. Εκείθεν δ’ έπεμψαν τον Κομνάν Τράκαν μετά
διακοσίων πεντήκοντα ίνα καταλάβη το Δερβέν Φούρκα. O Κιοσσέ Μεχμέτ πασσάς και
Oμέρ πασσάς Βρυώνης φθάσαντες διέλυσαν τη 17η Απριλίου το εν Δερβέν Φούρκα
Ελληνικόν σώμα και εις το Λιανοκλάδι κατέβησαν, απέχον της Υπάτης μίαν και
ημίσειαν ώραν. Περί δε μέσην νύκτα της 18 προς την 19 Απριλίου πυρά κατά το
πεδίον πολυπληθή εβεβαίωσαν την άφιξιν και πλησίασιν ίσχυρας τουρκικής
βοηθείας. Τότε δ’ οι Έλληνες ίνα μη κυκλοθώσι τη επαύριον υπεχώρησαν ευθύς
αφήσαντες την πόλιν ημίκαυστον».
Μια άλλη μάχη, έγινε κοντά στο χωριό
Μακρυρράχη (Καΐτσα) τον Ιούλιο του 1821, στη θέση Ντραμουχανή (Ντεμίρ
Χάνι) και στην οποία έλαβαν μέρος πολλοί κάτοικοι του χωριού (γνωστοί από τα
Αρχεία των αγωνιστών) και εκδίωξαν τους Κονιάρους. Τον Αύγουστο του 1821 οι
Τούρκοι οργάνωσαν νέα, ενισχυμένη εκστρατεία κατά της Πελοποννήσου. Μια δύναμη
από 8.000 ενόπλους –οι περισσότεροι έφιπποι– και πλήθος άμαξες φορτωμένες με
εφόδια, με επικεφαλής το Μπεϊράν πασά, ως αντιστράτηγο, και τους Μεμίς πασά,
Σαχίν Αλή πασά και Χατζή Μπεκίρ πασά, κατέβηκε από τη Λάρισα και στρατοπέδευσε
στο Ζητούνι (Λαμία), ενώ μία άλλη από 4.000 άνδρες με επικεφαλής τον Μαχμούτ πασά
της Δράμας στρατοπέδευσε στον Δομοκό, πριν από τη μάχη στα Βασιλικά Φθιώτιδας,
όπου ο Οδυσσέας, ο Δυοβουνιώτης και ο Γκούρας νικούν τους Τούρκους στη Φοντάνα.
Σχέδιο των Τούρκων ήταν οι δυνάμεις αυτές, αφού ενωθούν με τις δυνάμεις του
Κιοσέτ Μεχμέτ πασά και του Ομέρ Βρυώνη, να προελάσουν στην Πελοπόννησο και να
λύσουν την πολιορκία της Τριπολιτσάς.
Ο κλήρος στάθηκε εμψυχωτής του γένους
κατά τα μαύρα χρόνια της τουρκοκρατίας, κι όταν τα μαύρα σύννεφα της
βαρβαρότητας των κατακτητών σκέπαζαν την ελληνική κοινωνία, έγινε ο φάρος της
γνώσης και του αγώνα. Μαζί με τα ηρωικά καρυοφύλλια των αγωνιστών του ’21
ηχούσε το οκτώηχο των Μοναστηριών που στέριωσε τη Ελληνική ψυχή, οδηγώντας στο
«Ελευθερία ή Θάνατος»! Φωτεινό παράδειγμα στην περιοχή του Δομοκού οι μοναχοί της
Αντίνιτσας οι οποίοι έλαβαν μέρος στην επανάσταση του 1821. Όπως θυμούνται
παλαιότεροι προσκυνητές της Μονής, στους εξωτερικούς τοίχους των καταστραφέντων
κελιών υπήρχαν πολεμίστρες σε καλή κατάσταση, αψευδής μάρτυρες της συμμετοχής
των μοναχών αυτής στους αγώνες κατά των Τούρκων.[3] Επίσης,
όταν το έτος 1946, οι κάτοικοι των πλησιέστερων χωριών, καθάρισαν το προαύλιο
της Μονής από τα ερείπια για να φτιάξουν το σημερινό καθολικό, βρήκαν ξίφη των
Αγωνιστών του ’21.
Γενικά η θέση της Ιεράς Μονής Αντινίτσης υπήρξε ορμητήριο
των αγωνιστών της περιοχής Δομοκού. Στο Δεύτερο χρόνο της επανάστασης (1822) οι
γνωστοί Έλληνες οπλαρχηγοί Ζαφειράκης και Γάτσος ελευθέρωσαν με τους συντρόφους
τους τον οπλαρχηγό Καρατάσο, που με διακόσιους άντρες είχε αμπαρωθεί στα κελιά της
Αντίνιτσας και αγωνιζόταν ενάντια στις Τούρκικες δυνάμεις. Επίσης την εποχή
εκείνη αλλά και μετέπειτα, στο χώρο της Μονής, λειτούργησε Ελληνικό Σχολείο,
λίχνος γνώσης και αφύπνισης των σκλαβωμένων Ελλήνων. Για βαρύ φόρο αίματος την
περίοδο της επανάστασης στην περιοχή, μας πληροφορεί η Επιτομή της Ιστορίας
της αναγεννηθείσης Ελλάδος, του Αμβροσίου Φραντζή (1841): «Εν τούτοις ο
αριθμός των παρά των Τούρκων εις διαφόρους τόπους φονευθέντων Ελλήνων από της
21 Φεβρουάριου 1821 μέχρι της 20 Μαΐου 1822, ενόχων τε και αθώων, είναι ως
εφεξής: Εις Λάρισσαν, Αμπελάκια, Αγιάν, Μακρυνίτζαν, Βώλον, Αρμυρόν, Ζητούνι,
Δομοκόν, Φέρσαλα, Τούρναβον και Τρίκκαλα, ως ένοχοι 590 αθώοι 13460…».
Δημήτρης Β. Καρέλης
*Συγγραφέας – Αρθρογράφος -Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.
Πηγή: Δημήτρης Β. Καρέλης «Η γη που γεννήθηκε ο Έλληνας: Η ιστορία της Βόρειας Φθιώτιδας και του Δομοκού», 2013.
Φωτό: Ο Γιάννης Ξύκης ή «Δυοβουνιώτης» (1757 - 1831) ήταν
Έλληνας οπλαρχηγός της Στερεάς, γεννημένος στο χωριό Δύο Βουνά της Φθιώτιδας,
γιος της Τριανταφυλλιάς και του Κώστα Ξύκη.
[1]
Στη Γενική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, του ταγματάρχη Λάμπρου
Κουτσονίκα, (τόμος α΄, 1863), αναφέρεται πως «η πόλις Λάρισσα είναι πρωτεύουσα
πάσης της Θεσσαλίας εμπορική και βιομήχανος με 60 περίπου χιλιάδας κατοίκους
επαρχία δε της Θεσσαλίας εισίν Δομοκός με συνώνυμον πρωτεύουσαν, Φέρσαλα
ομοίως, Αρμυρός, Βελεστίνος Φεραί, Αγυιά, Θετταλομαγνησία με πρωτεύουσαν τον
Βώλον, Τούρναβος με πόλιν ωραιωτάτην, Τρίκαλλα αρχαία πρωτεύουσα της Θεσσαλίας
εις ην υπόκειται και η Καλαμπάκα, Άγραφα με πρωτεύουσαν Ρεντίνα, Ασπροπόταμον
άνευ πρωτευούσης, Ζάρκος μικρά επαρχία, Δομένικος ομοίως, Χάσια με πρωτεύουσαν
δουκάτα, Ελασσώνα με πρωτεύουσαν συνώνυμον, Όλυμπος και Πλαταμός με πρωτεύουσαν
Ραψάνη…».
[2] Pouqueville, Historie de la Grece, Τομ. IV σελ. , 401, 533.
[3] «Το Μοναστήρι της Αντιντινίτσας»,
Θεόκτιστου Αθαν. Λαϊνά.