Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και η Ιταλογερμανική κατοχή στο Δομοκό

Δυνάμεις της Βέρμαχτ (Γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων) στρατοπευδεύουν έξω στο Δομοκό (1941)
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και η Ιταλογερμανική κατοχή στο Δομοκό
Γράφει ο Δημήτρης Β. Καρέλης
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν η πιο εκτεταμένη γεωγραφικά και η πιο δαπανηρή ένοπλη σύγκρουση στην ιστορία της ανθρωπότητας, στην οποία ενεπλάκη η πλειοψηφία των εθνών, ταυτόχρονα και σε διάφορα σημαντικά θέατρα πολέμου και κόστισε περίπου 55,5 εκατομμύρια ζωές. Άρχισε στις 7 Ιουλίου 1937 στην Ασία, την 1η Σεπτεμβρίου 1939 στην Ευρώπη και τελείωσε στις 15 Αυγούστου 1945. «Καινοτομία» αυτού του πολέμου ήταν η Ατομική Βόμβα. Η πολεμική σύγκρουση μεταξύ της Ελλάδας και του συνασπισμού Ιταλίας και Αλβανίας, διήρκεσε από τις 28 Οκτωβρίου 1940 μέχρι τις 31 Μαΐου 1941. Η ιταλική επίθεση στην Ελλάδα είχε αποτύχει και ο Ιταλικός στρατός είχε υποχωρήσει μέσα στο έδαφος της Αλβανίας μετά από την Ελληνική αντεπίθεση.
Ο Ελληνικός Στρατός, μάλιστα, είχε προχωρήσει στην Αλβανία μέχρι τις πόλεις της Βορείου Ηπείρου Κορυτσά και Αργυρόκαστρο. Ο Χίτλερ, για να βοηθήσει την Ιταλία μέσω Βουλγαρίας, ενεργοποιώντας την οδηγία αριθ. 20 της Ανωτάτης Διοίκησης Ενόπλων Δυνάμεων Γερμανίας, την οποία εξέδωσε την 13η Δεκεμβρίου 1940, επιτέθηκε στην Ελλάδα στις 6 Απριλίου 1941 και ταυτόχρονα κατά της Γιουγκοσλαβίας, όπου η φιλογερμανική κυβέρνηση είχε ανατραπεί.
Στην οδηγία παρουσιάζεται η εκστρατεία κατά της Ελλάδας, με την ονομασία «Επιχείρηση Μαρίτα» και η σχεδιαζόμενη Γερμανική κατοχή της βόρειας ακτής του Αιγαίου Πελάγους μέχρι τον Μάρτιο του 1941. Επίσης έχει προγραμματιστεί η κατάληψη ολόκληρης της Ελληνικής ηπειρωτικής χώρας, αν αυτό κρινόταν απαραίτητο. Η γερμανική εισβολή ξεκίνησε στις 6 Απριλίου του 1941, με την επίθεση γερμανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα μέσω της Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας. Δύο γερμανικά σώματα στρατού επιτέθηκαν στις Ελληνικές θέσεις στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Παρά την ηρωική αντίσταση των αμυνομένων η μάχη διήρκεσε μόλις τρεις μέρες, καθώς η γερμανική επίθεση μέσω Γιουγκοσλαβίας υπερκέρασε τις θέσεις άμυνας και απειλούσε τα μετόπισθεν των ελληνικών στρατευμάτων. Η Γιουγκοσλαβία παραδόθηκε στις 14 Απριλίου και στο μεταξύ, μέσω του εδάφους της, υπερφαλαγγίστηκε η γραμμή Μεταξά η οποία με οχυρά όπως αυτό του Ρούπελ κράτησε τις αμυντικές θέσεις της χωρίς να διασπασθεί. Η πεντάμηνη όμως χειμερινή εκστρατεία στην Αλβανία είχε ήδη καταπονήσει τους Έλληνες μαχητές. Ο αντιστράτηγος Γεώργιος Τσολάκογλου και ορισμένοι άλλοι ανώτεροι αξιωματικοί του Στρατού έλαβαν τότε την απόφαση για συνθηκολόγηση, χωρίς την έγκριση της προϊσταμένης τους Αρχής και μη λαμβάνοντας υπόψη αυτή εν καιρώ πολέμου, κρίνοντας εκείνοι πως κάθε αντίσταση στους κατακτητές θα ήταν μάταιη. Για την ιστορία, ο Γεώργιος Τσολάκογλου, από τη Ρεντίνα των Αγράφων, ήταν ο πρώτος διορισμένος, δωσίλογος πρωθυπουργός, κατά την περίοδο κατοχής της Χώρας 1941–1942. Ενώ λοιπόν το μέτωπο δεν είχε καταρρεύσει, στις 9 Απριλίου στη Θεσσαλονίκη υπογράφεται συνθηκολόγηση, καθώς η γραμμή Μεταξά είναι πλέον περικυκλωμένη. Η 2η Μεραρχία Θωρακισμένων, με διοικητή τον Ρούντολφ Φάιελ (Rudolf Veiel), διεισδύει μέσω λίμνης Δοϊράνης, προελαύνει ταχύτατα μη συναντώντας αντίσταση (αφού η μοναδική Ελληνική Μεραρχία που τελούσε σε εφεδρεία, η 19η, δεν έχει τα μέσα να τον σταματήσει) και καταλαμβάνει την Θεσσαλονίκη. Στην γραμμή άμυνας που επέλεξαν οι συνδυασμένες δυνάμεις της Ελλάδας και της Βρετανικής Κοινοπολιτείας πολέμησαν με μεγάλη επιμονή, όμως υστερούσαν σε αριθμό και εξοπλισμό και τελικά κατέρρευσαν. Στις 16 Απριλίου ο στρατηγός Γουίλσον συναντήθηκε με τον στρατηγό Παπάγο στη Λαμία και τον πληροφόρησε για την απόφασή του να υποχωρήσει στις Θερμοπύλες. Ο στρατηγός Μπλάμεϊ μοίρασε την ευθύνη της καθόδου προς τις Θερμοπύλες στους στρατηγούς Μακέι και Φρέιμπεργκ. Ο Μακέι θα προστάτευε τα πλευρά της Νεοζηλανδικής Μεραρχίας προς το Νότο ως την Λάρισα και θα ήλεγχε την υποχώρηση μέσω του Δομοκού προς τις Θερμοπύλες, των δυνάμεων Σάβιτζ και Ζάρκος (Savige and Zarkos Forces) και τέλος της Δύναμης Λη (Lee Force). Στις 23-4-1941, αφού προηγήθηκε βομβαρδισμός της πόλης, τα γερμανικά μηχανοκίνητα μπαίνουν στη Λαμία. Ο βομβαρδισμός έγινε Μ. Σάββατο και Πάσχα 19 και 20-4-1941, προξένησε δε μεγάλες υλικές ζημιές αλλά και απώλειες σε ανθρώπινες ζωές. Μετά τον πρώτο βομβαρδισμό πολλοί κάτοικοι εγκατέλειψαν τη Λαμία και ζήτησαν καταφύγιο σε φίλους και συγγενείς στα ορεινά της Φθιώτιδας. Την επομένη έκαναν την εμφάνισή τους στην πόλη άνδρες των ορεινών δυνάμεων και ημιονηγοί. Όταν ο γερμανικός στρατός περνούσε στον κεντρικό δρόμο της Υψηλάντου κανείς Λαμιώτης δεν βρέθηκε να υποδεχτεί τους κατακτητές. Η προέλαση των γερμανικών στρατευμάτων ανακόπηκε προσωρινά στις Θερμοπύλες από αγγλικά στρατεύματα, ενισχυμένα από Ελληνικά στρατιωτικά τμήματα, αλλά και ντόπιους εθελοντές από τα γύρω χωριά. Η Μάχη των Θερμοπυλών, ήταν συνέπεια της υποχώρησης των συμμαχικών στρατευμάτων από τα περάσματα του Ολύμπου και των Σερβίων. Οι Γερμανοί επιτέθηκαν στις 24 Απριλίου 1941, συνάντησαν όμως σφοδρή αντίσταση, έχασαν 15 άρματα μάχης και είχαν ακόμη σημαντικές απώλειες. Οι Αυστραλοί και οι Νεοζηλανδοί υποχώρησαν προς την κατεύθυνση της εκκένωσης στις παραλίες και τα τμήματα που αποτελούσαν την οπισθοφυλακή, προς τη Θήβα. Στην Ελλάδα συνέχισαν να μάχονται οι Βρετανικές δυνάμεις μέχρι τις 27 Μαΐου. Η Γερμανική εκστρατεία στην ηπειρωτική Ελλάδα τελείωσε με γερμανική νίκη και την κατάληψη της Καλαμάτας στην Πελοπόννησο, μέσα σε ακριβώς είκοσι τέσσερις μέρες. Τόσο Γερμανοί όσο και Σύμμαχοι αξιωματούχοι εξέφρασαν το θαυμασμό τους για την ισχυρή αντίσταση που προέβαλαν οι Έλληνες στρατιώτες. Η δραστηριότητα των Βρετανικών και συμμαχικών δυνάμεων στην Ελλάδα έληξε με τη Μάχη της Κρήτης. Εκατοντάδες νέοι της περιοχής Δομοκού αγωνίστηκαν εναντίον των φασιστικών δυνάμεων του Άξονα Ιταλίας – Γερμανίας, στο Αλβανικό Έπος του 1940 και την περίοδο της κατοχής που ακολούθησε ως το 1944.
Πολλά παλικάρια πολέμησαν και κάποιοι απ’ αυτούς έχασαν τη ζωή τους στα κακοτράχαλα βουνά της Αλβανίας και των οχυρών της Βόρειας Ελλάδας. Ο Παναγιώτης Καραούσος, ο Γιάννης Κόγιας και ο Αντώνης Παντίδος, από την Ομβριακή ήταν από τα πρώτα θύματα. Όπως μας διηγείται ο μπάρμπα-Κώστας ο Νούκος (γεν. 1914) από την Ομβριακή, οι γενναίοι Έλληνες στρατιώτες αρνούνταν να παραδεχθούν τη συνθηκολόγηση με τις Γερμανικές δυνάμεις και εξακολουθούσαν να αμύνονται κατά την οπισθοχώρησή τους. Η συνέχεια στην πολύπαθη ιστορία της Φθιώτιδας ανήκει στο Βελουχιώτη (ΕΛΑΣ), το Ζέρβα (ΕΔΕΣ), τους άντρες τους και τους Άγγλους συμμάχους, με κορυφαία πράξη της αντίστασης την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου στις 24 Νοέμβρη του 1942. Κατά την Γερμανοϊταλική κατοχή (1941-44) τα Άγραφα, με επέκταση τους προς την περιοχή της βόρειας Φθιώτιδας και Δομοκού, αποτελούν την ψυχή της Αντίστασης. Στο έδαφός τους συγκροτούνται τα αντάρτικα σώματα του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ, φιλοξενούν την επαναστατική κυβέρνηση του βουνού (ΠΕΕΑ) και  διαθέτουν συμμαχικό αεροδρόμιο στη Νεβρόπολη το μοναδικό σε ολόκληρη την κατεχόμενη Ευρώπη. Από κει διακτινίζονται και προς τη περιοχή της βόρειας Φθιώτιδας όπου δημιουργούν εστίες αντίστασης. Στην περιοχή της Στερεάς, στην α΄ φάση της κατοχής, έδρευε η 36η Ιταλική μεραρχία Forli που υπαγόταν στο ΙΙΙο Σώμα Στρατού (Βόλος) ως τμήμα της 11ης ιταλικής στρατιάς του στρατηγού Carlo Vecciareli (190.000). Κεντρική Διοίκηση των κατοχικών δυνάμεων υπήρχε στη Λαμία και Αρχηγείο στο Δομοκό, αλλά μεγάλο στρατόπεδο υπήρχε στο Δεκάξι, κοντά στο Καλαμάκι Λαμίας, με παράγκες-αποθήκες που φτιάχτηκαν από τους Γερμανούς γκρεμίζοντας τους αχυρώνες των Καλαμακιωτών. Το κεντρικό στρατόπεδο των Γερμανών ήταν στο Κάστρο του Δομοκού και στους παλαιούς στρατώνες, σημερινό Δημαρχείο. Επίσης σοβαρή φρουρά υπήρχε στα Μεταλλεία Ομβριακής, τα οποία οι Γερμανοί είχαν επιτάξει για να εξορύξουν το ακριβό και χρήσιμο μετάλλευμα, χωρίς όμως κανένα προγραμματισμό και προσοχή, καταστρέφοντας τις στοές, με αποτέλεσμα να καταστεί ουσιαστικά άχρηστο λίγα χρόνια αργότερα. Στη διάρκεια της Κατοχής υπήρχε στο Δομοκό και Ιταλική Καραμπινιερία (πρόκειται για στρατιωτική αστυνομία, με διττή φύση στρατιωτικής και αστυνομικής δύναμης). Επίσης είχε εγκατασταθεί από τους Ναζί «Γερμανικό Στρατόπεδο Ομήρων», όπου φυλακίζονταν οι αντιστασιακοί και άλλοι κρατούμενοι. Οι άνθρωποι που συνεργάζονταν με τον κατακτητή, στην επαρχία Δομοκού, ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα. Στον αγροτικό χώρο, δύσκολα έβρισκες κάποιον που θα μπορούσε να γίνει όργανο των Ιταλών.
Υπήρχαν όμως κάποιοι που θέλησαν να βολευτούν, όπως για παράδειγμα ένας από τον Δομοκό, κάποιος Λάκης Α. τον οποίον μετά εκτέλεσαν οι αντάρτες, μέσα από τον Δομοκό.
Στην επαρχία Δομοκού, εμφανίζεται το 1941 η πρώτη ανταρτοομάδα, η οποία μάλιστα καταλύει στο χωριό Λεύκα, πέντε χιλιόμετρα από τον Δομοκό και εκεί ο Ηλίας Μπάκας είναι αυτός ο οποίος είχε θερίσει κριθάρι και πρόσφερε στην πρώτη ανταρτοομάδα, κριθαρένιο ψωμί. Στα τέλη του 1941 στην επαρχία Δομοκού, η οργάνωση του ΕΑΜ έχει κατακτήσει και το τελευταίο χωριό (Νίκος Γουργιώτης, Δομοκός 2007).
Πολλά γεγονότα διαδραματίζονται κατά τη διάρκεια της κατοχής στην περιοχή του Δομοκού. Σύμφωνα με τις διηγήσεις του μπάρμπα-Ηλία Φούρκα από το Καλαμάκι Λαμίας, το Πάσχα του 1941 και συγκεκριμένα  την Μεγάλη Παρασκευή, το ρέμα του Πλατανιά, κάτω από την Αγία Αικατερίνη κοντά στο σημερινό κάτω Παλαμά, ήταν γεμάτο από εκατοντάδες επιταγμένα άλογα και μουλάρια της περιοχής, μαζεμένα εκεί από τους Γερμανούς. Ανήμερα το Πάσχα οι Γερμανοί, με την αεροπορία τους, έριξαν ριπές μυδραλιοβόλων των αεροπλάνων  «Στούκας» στο Καλαμάκι. Ο μπάρμπα - Ηλίας Φούρκας μας μετέφερε επίσης την δυσάρεστη προσωπική του εμπειρία για την εποχή της γερμανικής κατοχής, όταν ο ίδιος ήταν μόλις είκοσι χρόνων. Ήταν Δευτέρα 12 Απριλίου 1942 και ώρα 10.30΄- 11.00΄το πρωί, όταν εμφανίστηκε μια μεγάλη ομάδα Ιταλών που χτένιζε την περιοχή ξεκινώντας από τα Στύρφακα και τη Λυγαριά της Λαμίας.  Οι Ιταλοί ανεβαίνοντας προς το Καλαμάκι, συλλάμβαναν και έπαιρναν μαζί τους ως ομήρους όσους άντρες έβρισκαν μπροστά τους. Οι άμοιροι βοσκοί που είχαν την ατυχία να βρεθούν στο δρόμο τους, μεταξύ των οποίων πέντε Καλαμακιώτες και εννιά Ξυνιαδιώτες συγκεντρώθηκαν από τον Ιταλικό στρατό αρχικά στο εικοστό πρώτο χιλιόμετρο της οδού Λαμίας-Δομοκού και στη συνέχεια, αφού απελευθερώθηκαν οι Τσιάκας Κώστας και Θεοδώρου Αθανάσιος, δύο Καλαμακιώτες  που τους φάνηκαν ηλικιωμένοι, οι υπόλοιποι οδηγήθηκαν στην Πετρομαγούλα, στο σημερινό σταθμό Δομοκού του ΟΣΕ. Εκεί παραδόθηκαν σε Γερμανούς στρατιώτες που τους τοποθέτησαν σε σειρά κοντά στο σταθμό και τους φυλούσαν εναλλάξ. Τους περίμενε μια εφιαλτική νύχτα μέσα σε φοβερή καταιγίδα, μη γνωρίζοντας για πιο λόγο τους συνέλαβαν και τους κρατούσαν ομήρους και πια θα ήταν η τύχη τους. Την επομένη στοιβάχτηκαν σε βαγόνια μαζί με άλλους κρατούμενους και οδηγήθηκαν τελικά με το τραίνο της γραμμής στη Θεσσαλονίκη, με τελικό προορισμό το στρατόπεδο του «Παύλου Μελά». Εκεί η πείνα, το κρύο, οι ψείρες, οι αρρώστιες, η δυστυχία, οι εξευτελισμοί και τα τρελά βασανιστήρια θερίζουν τους φυλακισμένους. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο μπάρμπα-Ηλίας «σκούπιζαν την ψείρα σωρό». Οι  κρατούμενοι του Δομοκού έμειναν εκεί για είκοσι έξι βασανιστικές μέρες και μεταφέρθηκαν ξανά με τον ίδιο τρόπο στην Πετρομαγούλα, όπου μαζί με άλλους κρατούμενους-ομήρους, χρησιμοποιήθηκαν σε έργα κατασκευής σιδηροδρομικών γραμμών. Πολλοί Εβραίοι της Θεσσαλονίκης υποχρεώνονται τότε από τους Γερμανούς, αφού καταγραφούν, να αποσταλούν σε καταναγκαστικά έργα στον Δομοκό (στο σταθμό του Δομοκού και τα Μεταλλεία), μαζί με τους υπόλοιπους κρατούμενους. Κύρια εργασία τους στην Πετρομαγούλα ήταν το σπάσιμο πέτρας με μεγάλες βαριοπούλες, πέτρες οι οποίες χρησίμευαν στην κατασκευή κτιρίων και πολυβολείων κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής. Οι όμηροι ήταν συνολικά 82 άτομα με τον  κύριο όγκο τους, σαράντα εννέα άτομα, να προέρχεται από την Αγυιά της Λάρισας. Οι υπόλοιποι ήταν από τη γύρω περιοχή. Κάποιος ηλικιωμένος γιατρός από την Αγυιά που δεν άντεχε την κούραση και τις κακουχίες, εκτελέστηκε τελικά από τους Ναζί κατακτητές, όπως έγινε γνωστό αργότερα. Ο μπαρμπα-Λιάς με τους Καλαμακιώτες και άλλους κατοίκους της περιοχής απελευθερώθηκαν μετά από ενέργειες του Λουκά Τσαγκάρη, του γνωστού Λαμιώτη γιατρού που η γυναίκα του ήταν γερμανίδα, τερματίζοντας έτσι τη μαρτυρική τους εμπειρία.
Η εκτέλεση του τσιφλικά Μαραθέα στις 11 Ιουλίου 1942 στο Νέο Μοναστήρι Δομοκού, ήταν μια προσπάθεια αναπτέρωσης του ηθικού των ανταρτών πατριωτών. Έδειξε ότι δημιουργείται μια δύναμη, η οποία δεν αφήνει ατιμώρητους τους εθνοπροδότες, τους συνεργάτες. Μελανό σημείο η απαγωγή και η δολοφονία του μικρού Γιώργου, γιου του Μαραθέα, από την ομάδα του Άρη Βελουχιώτη. Στις 15 Ιουλίου 1942 οι κατακτητές εκτελούν 14 κατοίκους από τα χωριά Τσόμπα, Κάτω Αγόριανη, Βελεσιώτες, Σοφιάδα. Την 1η Οκτωβρίου του 1942 γίνεται αφοπλισμός της Χωροφυλακής (Καραμπινιερίας) Δομοκού από δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Μετά από μία συμπλοκή των Ελληνικών αντιστασιακών δυνάμεων με Ιταλούς Καραμπινιέρους, στις 30 Νοεμβρίου 1942 στην Πλατεία της Ομβριακής, σκοτώθηκαν τρεις Ιταλοί και ο Γρηγόρης Χατζόπουλος. Την άλλη μέρα, 1η Δεκεμβρίου 1942,  ισχυρές Ιταλικές δυνάμεις συγκέντρωσαν στην Ομβριακή όσους κατοίκους βρήκαν στην πλατεία, διάλεξαν δέκα παλικάρια και τα εκτέλεσαν στην Παπατράχη, όπου σήμερα βρίσκεται μνημείο. Αυτοί ήταν οι Κωνστ. Ι. Πανάρας, Αθανάσιος Στ. Μακαρές, Κωνστ. Αθαν. Καραούσος, Ιωάννης Βασ. Παπαϊωάννου, Δημ. Βασ. Παπαϊωάννου, Αθανάσιος Αντ. Φαράντος, Ιωάννης Ανδ. Ρίζος, Κωνστ. Γ. Θέος, Ανδρέας Μόσχος και Ηλίας, Δημ. Γλ΄Ντάλλας από Άνω Αγόριανη.
Η θηριωδία των Ιταλών ολοκληρώθηκε με το κάψιμο κάποιων σπιτιών κατά την αναχώρηση.
 Άλλα θύματα από την Ομβριακή ήταν, ο Αντώνης Κάκκος στην Λιβαδειά, Δημήτριος Λαγογιάννης στα Πεντεμύλια, Σιούλας Αποστολόπουλος και Βαγγέλης Μάνθος στην γέφυρα Πλάκας στον Άραχθο, Κωνστ. Λαϊνάς στ’ Αμπέλια, Θανάσης Ματσάδες στο Κλειδί στο χώρο αποθηκών, Πάνος Αποστολόπουλος στα Λιβαδάκια, η οικογένεια του Ηλία Ματσάδε στην Θεσσαλονίκη και ο Λοχαγός Χαριλάκης Λαϊνάς, που σκοτώθηκε στις Καρούτες Δωρίδος, πολεμώντας τους Γερμανούς, (Αποστολόπουλος Θ., «Το γενεαλόγιο των Ομβριακιτών», 2008).
Σπουδαίο γεγονός  κατά τη Γερμανική κατοχή αποτελεί και η εγκατάσταση γερμανικής φρουράς στο Σ.Σ. Αγγειών 2,5 χιλιόμετρα από την Μακρυρράχη. Τον Γενάρη του 1943 ένα τμήμα Γερμανών αποβιβάστηκε από το τραίνο και κατευθύνθηκε προς την Καΐτσα για έρευνες. Στο δρόμο συνάντησαν τον σιδ/κό υπάλληλο Ευάγγελο Βαρβατάκη και τον εκτέλεσαν. Λίγο αργότερα, την 1.3.1943, ένα τμήμα του ΕΛΑΣ με αρχηγούς τον Περικλή Χουλιάρα, τον Νάκο Μπελή και τον ταγματάρχη Κωστόπουλο, ανατίναξαν κατόπιν διαταγής του Αρχηγείου Δομοκού την στρατηγικής σημασίας γέφυρα στη θέση Πέντε Μύλια  κοντά στα λουτρά της Καΐτσας. Την άλλη μέρα οι Γερμανοί βομβάρδισαν την Καΐτσα για αντίποινα με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ο Δημ. Παπακωνσταντίνου και να τραυματιστούν μερικοί άλλοι. Δεν έγινε μεγαλύτερη ζημιά, γιατί οι περισσότεροι είχαν καταφύγει στη γύρω δασωμένη περιοχή. Σε νεότερη εκκαθαριστική επιχείρηση, που έκαναν οι Γερμανοί στο χωριό, έπιασαν 10 Καϊτσιώτες ομήρους και έκαψαν 250 και πλέον σπίτια.
Οι Καϊτσιώτες έβλεπαν από μακριά τα σπίτια τους να καίγονται και ράγιζε η καρδιά τους. Μετά από λίγες ημέρες, που κατέβηκαν στο χωριό, τα βρήκαν όλα καμένα και τον τυφλό Θανάση Δέρη κρεμασμένο στο καμπαναριό της εκκλησίας. Στις 27 Μαρτίου 1943 γίνεται επίθεση στο Σιδηροδρομικό Σταθμό Καΐτσας από δυνάμεις του ΕΛΑΣ (8 Γερμανοί αιχμάλωτοι). Στις 5 Απριλίου του 1943, έναρξη εκκαθαριστικών επιχειρήσεων από 21ο Σύνταγμα Κυνηγών Αεροπορίας και 3 λόχους Ιταλών, εκατέρωθεν Σιδηροδρομικής γραμμής Λαμίας-Δομοκού (Κούρνοβο – Πλατύστομο – Γραμμένη – Καστρί – Μακρακώμη - Σπερχειάδα).
Στις 27 Απριλίου του 1943 η Ξυνιάδα κάηκε από τους Ιταλούς και από τα 140 σπίτια του χωριού καταστράφηκαν ολοσχερώς τα 135, μερικώς δε ένα. Την ίδια μέρα κάηκε ολοσχερώς σχεδόν και το Καλαμάκι της Λαμίας σε αντίποινα για δύο σαμποτάζ των Ελλήνων ανταρτών, σε Ράχη-Δεκάξι και Γέφυρα Ξυνιάδας, όπου σκοτώθηκαν δεκάδες Γερμανοί και ανατινάχτηκαν αρκετά καμιόνια των κατακτητών. Τους Καλαμακιώτες είχε ενημερώσει για την πρόθεση των Γερμανών να κάψουν το χωριό ο Νίκος Παπακωνσταντίνου που ζούσε στη Λαμία, κι έτσι οι άνθρωποι πρόλαβαν και το εγκατέλειψαν. Άτυχοι στάθηκαν τέσσερις ανήμποροι ηλικιωμένοι, μεταξύ τους κάποιοι ανάπηροι, οι Θεοδοσίου Γιαννούλα, Μπουρούνη Κωνσταντία, Πλατής Κώστας και Κουμπάρος Νικόλαος, που συνελήφθησαν.
Οι δύστυχοι γέροντες οδηγήθηκαν στο σπίτι του Νικόλαου Κουμπάρου όπου και κάηκαν ζωντανοί από τα ανθρωπόμορφα κτήνη και τους συνεργάτες τους. Μέσα στη γενική αναστάτωση οι κάτοικοι του χωριού έψαχναν για ώρες τον ιερέα τότε του Καλαμακίου και ιδιαίτερα αγαπητό στους συγχωριανούς του παπα-Δημήτρη Καρέλη και την πρεσβυτέρα Κωσταντία. Το διώροφο σπίτι που με τόσο κόπο όπως και όλοι οι υπόλοιποι  είχε χτίσει, κάηκε από τα πρώτα στο χωριό αφήνοντας την υπόνοια ότι στην προσπάθειά τους να σώσουν παιδιά και υπάρχοντα, κάηκαν ζωντανοί. Όμως ο παπα-Καρέλης είχε μεριμνήσει και είχε χτίσει διπλό τοίχο, στον οποίο είχε κρύψει όλα τα υπάρχοντά τους (προίκες κοριτσιών κλπ.), τα οποία μ’ αυτό τον τρόπο σώθηκαν. Ο ίδιος κατέβηκε, μαζί με την παπαδιά και τα παιδιά που είχε τότε στο χωριό, στο ρέμα της «Μυτουλίνας» χωρίς να τον αντιληφθούν οι Γερμανοί. Στο διάστημα της Ιταλογερμανικής κατοχής και η Εκκάρα γνώρισε την καταστροφική μανία των κατακτητών, πυρπολήθηκαν πολλά σπίτια και πολλά λεηλατήθηκαν, αρκετοί κάτοικοι σκοτώθηκαν από τους Γερμανούς, άλλοι πάρθηκαν όμηροι.
Στην Εθνική Αντίσταση πήραν μέρος εκατovτάδες Αγοριανίτες και έτσι εξηγείται το μένος των κατακτητών κατά του χωριού. Στα τέλη Μαΐου 1943, το Γενικό Αρχηγείο της Ρούμελης μετονομάστηκε και μετασχηματίστηκε στην Χ111 Μεραρχία του ΕΛΑΣ, με στρατιωτικό διοικητή τον Συνταγματάρχη Ιππικού Γιάννη Παπαθανασίου και καπετάνιο τον Τάσο Λευτεριά (Βαγγέλη Παπαδάκη). Το Αρχηγείο Φθιώτιδας-Δομοκού απετέλεσε το 42ο Σύνταγμα και το Αρχηγείο Όθρυς αποτέλεσε το Ανεξάρτητο Τάγμα Ανατολικής Στερεάς. Την νύχτα της 1ης προς 2α   Ιουνίου του 1943, δύναμη 250 ανταρτών του 42ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, αρχηγείου Δομοκού, υπό τη διοίκηση των Περικλή (Γιώργου Χουλιάρα) και Μπελή, ανατίναξαν το τούνελ του Κουρνόβου τη στιγμή που μέσα από αυτό διερχόταν μία γερμανική αμαξοστοιχία γεμάτη με Ιταλούς στρατιώτες και εφόδια. Από το κτύπημα αυτό των ανταρτών, οι Ιταλοί είχαν πάνω από 250 νεκρούς, μεταξύ αυτών και ο στρατηγός Ντομένικο, αλλά και 60 Έλληνες όμηροι έχασαν τη ζωή τους, ενώ η συγκοινωνία διακόπηκε για ένα δεκαήμερο.
 Σε αντίποινα οι Ιταλοί, εκτέλεσαν στις 5 του Ιούνη στον τόπο του συμβάντος, 106 κρατούμενους από το στρατόπεδο συγκέντρωσης της Λάρισας και στη συνέχεια πυρπόλησαν το γειτονικό χωριό Νεζερό (Άγιο Στέφανο). Οι Ιταλοί μετέφεραν τους κρατούμενους από τη Λάρισα με το πρόσχημα πως θα τους μετακινούσαν σε άλλο στρατόπεδο. Όμως μετέφεραν τελικά τους κρατούμενους στον Άγιο Στέφανο, κοντά στη σήραγγα του Κουρνόβου (Τρίλοφο) και τους εκτέλεσαν χωρίζοντάς τους σε δεκάδες. Τους κατέβαζαν από τα πέντε στρατιωτικά καμιόνια όπου επέβαιναν, τους έδεναν και τους δέκα μεταξύ τους με χειροπέδες, τους υποχρέωναν να γονατίσουν και στη συνέχεια τους εκτελούσαν πυροβολώντας τους πισώπλατα.
Κάποιοι προσπάθησαν να διαμαρτυρηθούν, ενώ ένας που μιλούσε ιταλικά προσπάθησε να εξηγήσει ότι αυτό που έκαναν ήταν έγκλημα. Όσους αντέδρασαν και δεν θέλησαν να κατέβουν από τα αυτοκίνητα τους πυροβόλησαν μέσα σ’ αυτά. Ορισμένοι Ιταλοί στρατιώτες έδειξαν δισταγμό να πυροβολήσουν πισώπλατα τα θύματά τους και τότε οι αξιωματικοί τούς έδωσαν εντολή να συνεχισθεί η εκτέλεση με πολυβόλα. Στον μαρτυρικό τόπο έχει στηθεί μνημείο ηρώων και κάθε χρόνο γιορτάζεται την πρώτη Κυριακή του Ιουνίου η μνήμη των θυμάτων αλλά και η εθνική αντίσταση. Στην επιτύμβια στήλη εκτός από τα ονόματα των 106 εκτελεσθέντων, έχει χαραχτεί και το ποίημα που έγραψε ειδικά γι’ αυτούς ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος:

«Όχι κραυγές και κλάματα , ιερή σιγή να φέξει,
Στο χώρο τούτο που έπεσαν οι άγιοι εκατό έξι.
Γερόντοι κι ανταρτόπουλα, παιδιά της Ρωμιοσύνης ,
καθ’ όνομα κι ένα σπαθί κι εν άστρο αδερφοσύνης
ωσότου να ’ρθει η λευτεριά, στάρι κι ανθό να σπείρει,
και το θλιμμένο Κούρνοβο να στήσει πανηγύρι
κι οι εκατόν έξι αδούλωτοι, για πάντα αναστημένοι, φρουροί
του δίκιου να ορθωθούν, μέσα στην οικουμένη…»

Γιάννης Ρίτσος, Αθήνα, 25/3/1978
Στις 5 Ιουλίου 1943, τμήματα του 43ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ (καπετάν Αίας), ανατίναξαν μία μικρή γέφυρα κοντά στο Δερελί (Περιβόλι) Δομοκού, τη στιγμή που από πάνω της διερχόταν μία αμαξοστοιχία με καύσιμα. Η αμαξοστοιχία καταστράφηκε ολοσχερώς, με αποτέλεσμα να καίγεται η περιοχή για 4-5 μέρες από τα χυμένα καύσιμα και τα πυρομαχικά που μεταφέρονταν με αυτήν. Διάφοροι Καϊτσιώτες συνεργάστηκαν με τον ΕΛΑΣ και άλλους σαμποτέρ για την ανατίναξη της αμαξοστοιχίας στη σήραγγα του Κούρνουβου και στις 11.7.1943 ανατίναξαν τη γέφυρα στο Δερελί και πυρπόλησαν μία αμαξοστοιχία με πυρομαχικά, Ιταλούς και 50 Έλληνες (βλ. «Ακρόπολις», 6.6.43). Ο ΕΛΑΣ μετά από κάποιο διάστημα κατέλαβε το Σιδ. Σταθμό, αιχμαλώτισε τέσσερις Γερμανούς, τον ανθυπολοχαγό Όττo, το λοχία Όσκαρ, τον Ρούντολφ και τον Μισέλ (οι οποίοι αργότερα τουφεκίστηκαν) και έκοψε και τη σιδ. γραμμή προς τα Πέντε Μύλια.
Στην περιοχή της Ομβριακής έγιναν δύο ακόμη μαζικές εκτελέσεις συμπατριωτών μας, σε αντίποινα σε ενέργειες των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, αυτή τη φορά από τους Γερμανούς, στις 13 Ιουλίου του 1943 στην περιοχή Σάββα Μαγούλα ένα χιλιόμετρο πριν τα Μεταλλεία Ομβριακής. Την νύχτα 11ης προς 12α Ιουλίου του 1943 το αρχηγείο ΕΛΑΣ παράρτημα Δομοκού, αποφάσισε να υπονομεύσει μια αφύλαχτη γέφυρα της σιδηροδρομικής γραμμής Αθηνών-Θεσ/νίκης στο ρέμα Δερελιώτη νότια των Αγγειών, δυτικώς της λίμνης Ξυνιάδας, για να ανατινάξει αμαξοστοιχία που μετέφερε πυρομαχικά στον Πειραιά. Έτσι, μια ομάδα ανταρτών από την Παλαιά Γιαννιτσού έφθασε στο Περιβόλι. Έκανε τις σχετικές αναγνωρίσεις την ημέρα και σε συνεργασία με δύο Άγγλους σαμποτέρ, παγίδευσαν την γέφυρα με εκρηκτικά. Ήταν μεσάνυχτα, όταν αντήχησε το αγκομαχητό της ατμομηχανής, που ανέβαινε τις ανηφόρες της Αγόριανης, σπρώχνοντας τρεις-τέσσερις δεκάδες βαγόνια γεμάτα πυρομαχικά. Σε λίγο έφθασε στο Δερελιώτη. Τα πρώτα βαγόνια πέρασαν την γέφυρα κι ένας εκκωφαντικός θόρυβος τάραξε την γαλήνη της νύχτας. Η μηχανή σπρώχνει όλο και περισσότερα βαγόνια στο σημείο της έκρηξης και τα πυρομαχικά τινάζονται στον αέρα προς κάθε κατεύθυνση. Φλόγες και καπνός υψώνονται παντού. Η νύχτα γίνεται μέρα και οι τεράστιες φλόγες αντικατοπτρίζονται μέσα στα ήσυχα νερά της λίμνης. Έντρομοι οι κάτοικοι των γύρω χωριών σηκώνονται μες στην νύχτα και προσπαθούν να κρυφτούν. Η συγκοινωνία διακόπηκε για μια εβδομάδα, το ίδιο και ο ανεφοδιασμός των ναζιστικών δυνάμεων.
Δεν άργησαν όμως τα αντίποινα. Το ίδιο βράδυ μια ομάδα Γερμανών που είχε έδρα τα Μεταλλεία, πήρε παγανιά την σιδηροδρομική γραμμή του Ντεκωβίλ με κατεύθυνση προς Αγγείες, πραγματοποιώντας συλλήψεις αθώων γεωργών, που κοιμόντουσαν στα χωράφια για να βοσκήσουν τα ζώα τους και να σηκωθούν πρωί-πρωί για δουλειά. Αφού πραγματοποίησαν τις συλλήψεις που ήθελαν, έφθασαν μέχρι το κλειδί που γινόταν η διασταύρωση των τραίνων και σήμερα είναι αποθήκες πυρομαχικών και μετά επέστρεψαν στα Μεταλλεία μαζί με τους αθώους συλληφθέντες, τους οποίους έκλεισαν στην εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας. Ο διευθυντής των Μεταλλείων Κογιαβίνας που γνώριζε Γερμανικά, έκανε συνεχείς προσπάθειες για την απελευθέρωση συλληφθέντων, χωρίς αποτέλεσμα. Τελικά μετά από πολλές προσπάθειες έσωσε κάποιους πού ήταν γνωστοί στους Γερμανούς, γιατί δούλευαν στα Μεταλλεία.
Οι μελλοθάνατοι έμειναν όλη την βραδιά στην εκκλησία και την άλλη μέρα 13 Ιουλίου 1943 οδηγήθηκαν με την βία και τις κάνες των όπλων, με φορτηγό, στον τόπο του μαρτυρίου στην Μαγούλα, νότια των μεταλλείων. Μόλις αποβιβάστηκαν από το φορτηγό, ένας κρατούμενος ο Θοδωρής Χαντζιάρας ή Σαϊτούρας, άρχισε να τρέχει γρήγορα και με διάφορους ελιγμούς πήδησε σε μια σούδα και κατόρθωσε να διαφύγει. Οι Γερμανοί έβαλαν με τα όπλα εναντίον του, αλλά δεν τον πέτυχαν. Τότε κατευθύνθηκαν σ’ ένα τσαρδάκι που κοιμόνταν δύο παιδιά από το Καλαμάκι, ο Γιώργος και ο Βασίλης Τσιάκας, βοσκοί ενός κοπαδιού αγελάδων, και τους εκτέλεσαν επί τόπου. Σε λίγο έφθασε μία πλαγιοφυλακή Γερμανών μαζί με τον Κογιαβίνα, που με νέες προσπάθειες κατόρθωσε να σώσει την τελευταία στιγμή κάποιους που δούλευαν κοντά του. Τους άλλους τους έστησαν στο εκτελεστικό απόσπασμα και σε λίγο άφησαν την τελευταία τους πνοή από τις ριπές των γερμανικών πολυβόλων. Στο τέλος η χαριστική βολή. Η θηριωδία είχε συντελεστεί. Για άλλη μια φορά η αιματοβαμμένη Ομβριακή πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος 12 παλικαριών μαζί με το Γιώργο Κούτρα από το Περιβόλι. Οι Ομβριακίτες ήταν: Μιλτ. Κόκκινος, Ευάγ. Παπαποστόλου, Αθ. Κόγιας, Γεωρ. και Μιλ.Ζαχαρής, Αθαν. Καραπετσάνης, Ανδρ. Καργιώτης, Ιωάν. Βαϊόπουλος, Κων Παπαποστόλου, Κων. Κάκος, Αθ. Κυριαζής και Απ. Παπαποστόλου. Η είδηση έπεσε σαν βόμβα στο χωριό κι ο κόσμος αλαφιασμένος έτρεχε προς τον τόπο του μαρτυρίου.
Η ταφή των νεκρών έγινε στον τόπο εκτέλεσης και μετά την απελευθέρωση στήθηκε ένα μνημείο των ηρώων, δίπλα στην δημοσιά λίγο πριν τα Μεταλλεία, πηγαίνοντας προς Δομοκό, (Θεόδ. Ν. Αποστολόπουλος, «Οι θυσίες της Ομβριακής κατά την Ιταλογερμανική κατοχή»). Μετά την Ιταλική συνθηκολόγηση της 8 Σεπτεμβρίου 1943 από τον Ιταλικό στρατό, ένα ποσοστό διέφυγε, άλλο εξοντώθηκε από τους Γερμανούς και άλλο σε συντριπτικό βαθμό αιχμαλωτίστηκε (128.000), ένα τμήμα συνεργάστηκε με τους Ναζί, ενώ ένα τμήμα (16.000) αφοπλίστηκε από τον ΕΛΑΣ που ενίσχυσε έτσι τα τεράστια κενά του σε οπλισμό και υλικό και ενδυναμώθηκε σε μεγάλο βαθμό. Μεταξύ των τμημάτων της 24ης Μεραρχίας Πεζικού Πινερόλο που παραδόθηκαν στους Γερμανούς ήταν και οι διάσπαρτες Φρουρές του Δομοκού και των Φαρσάλων.
Επίλεκτες Γερμανικές μονάδες αντικατέστησαν τους «αναποτελεσματικούς» Ιταλούς στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις από το Σεπτέμβριο 1943 έως το τέλος της κατοχής. Στις 6 Οκτωβρίου 1943 μια δύναμη των ΕΣ-ΕΣ από 40 περίπου άνδρες κατέφθασαν στην Καΐτσα με μαύρες λιμουζίνες την ώρα που οι κάτοικοι ήταν στις δουλειές τους και με πολυβόλα σκότωσαν έξι άτομα, που δεν πρόλαβαν να κρυφτούν. Αυτοί ήταν οι, Γεώργιος Ιω. Πέτρου, 17 ετών, που βαριά τραυματισμένος φώναξε «έχε γεια κόσμε…», Αθανάσιος Αντ. Κούτσικας, Γεώργιος Κ. Καραίσκος (Βούκας), Αθανάσιος Κ. Οικονόμου (Παπαδονάσιος), Βασίλειος Μιχαήλ (Κοκκινογιάννης) και Κων/νος Σανίδας. Καθ’ όλο αυτό το διάστημα της κατοχής και μέχρι της αποχωρήσεως των Γερμανών, οι Καϊτσιώτες ζούσανε στα βουνά, στα λεγόμενα Κονάκια, φθάνοντας μέχρι Πάπα και Ρεντίνα για εξεύρεση τροφής. 
Στις 7 Απριλίου 1944 δύο Άγγλοι σαμποτέρ, χωρίς να έλθουν σε συνεννόηση με τον τοπικό ΕΛΑΣ, τοποθέτησαν μία βόμβα σ’ ένα μικρό γεφύρι στα Αμπέλια Ομβριακής και ανατίναξαν το διερχόμενο τραινάκι. Από την ανατίναξη αυτή που δεν είχε ιδιαίτερο αντίκτυπο, σκοτώθηκαν ο μηχανοδηγός Μιχάλης Βαρδής, ο Κώστας Λαϊνάς και ένας Γερμανός. Όπως συνήθιζαν οι Γερμανοί κατακτητές, έφεραν για αντίποινα 15 Έλληνες πατριώτες 17-53 ετών από τις φυλακές Λαμίας, τους οποίους εκτέλεσαν την ημέρα της Κυριακής των Βαΐων στις 9 Απριλίου του 1944, στη θέση Αμπέλια Ομβριακής, στον τόπο του σαμποτάζ, όπου σήμερα βρίσκεται ένα μνημείο. Η ταφή τους έγινε στο Νεκροταφείο Ομβριακής και τα ονόματα τους ήταν: Αλεξίου Απόστ., Γαϊτάνος Πέτρος, Γιαννακόπουλος Π., Δαρδιώτης Γεωργ., Καραναστάσης Γ., ΚοματάςΓρ., Μίγκας Χρ., Μπαξεβανάκης Αν., Ριζοκώστας Δημ., Σιώκης Κων., Τασσόπουλος Αλ., Τουτουντζής Δημ., Τραχανάς Κων., Τσικνής Κων. και Τσιφτσής Νικ., (Αποστολόπουλος Θ., «Το γενεαλόγιο των Ομβριακιτών», 2008).
Τη Δευτέρα του Πάσχα 1944 το Μοναστήρι της Παναγίας Αντινίτσης καταστράφηκε ολοσχερώς, από τις ναζιστικές-κατοχικές δυνάμεις, μετά από ανηλεή βομβαρδισμό. Ο Αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος, Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Αντινίτσας Φθιώτιδος, πέθανε στις 17 Απριλίου 1944, μετά την ανατίναξη της Μονής, τη Δευτέρα του Πάσχα, από τους Γερμανούς, που ταυτόχρονα ανατίναξαν και το εκεί Σανατόριο και εκτέλεσαν τους νοσηλευόμενους φυματικούς. Στις 21 Μαΐου 1944 γίνεται ανατίναξη τραίνου στην Αγόριανη Δομοκού από τον ΕΛΑΣ (ν.130). Στις 9 Ιουνίου 1944 γίνονται μάχες στο δρόμο Λαμίας-Δομοκού με μεταξύ ανταρτών του ΕΛΑΣ και Γερμανών στρατιωτών οι οποίοι μετρούσαν 100 τουλάχιστον απώλειες. Στις 11 Ιουνίου 1944  μάχη στις Καρυές Δομοκού (απώλειες Γερμανών 11 νεκροί). Στις 16 Ιουνίου 1944,  μάχη στην Καΐτσα Δομοκού (ΕΛΑΣ ν.5 Γερμανοί ν.12).
Την 28η  Ιουλίου 1944, οι Γερμανοί Ναζί, για να εκδικηθούν το σαμποτάζ που έγινε στο σταθμό Ξυνιάδος, μαζί με άλλους Έλληνες συνέλαβαν και τον Εφημέριο της Ξυνιάδας Σπυρίδωνα Ξαρχά από τον Παλαμά Δομοκού (πατέρα του μακαριστού Ιερέα του Αγίου Γεωργίου Δομοκού, Βασιλείου Ξαρχά). Ενώ απελευθέρωσαν τους υπολοίπους ομήρους εκτέλεσαν μόνο τον Ιερέα, σε ηλικία 31 μόλις ετών (είχε γεννηθεί το 1913), στο 24ο χιλιόμετρο Λαμίας-Δομοκού. Στον άτυχο Ιερέα οι Ναζί έδωσαν, χωρίς ίχνος ανθρωπιάς, ακόμη και την εξ’ επαφής «χαριστική βολή». Ο Ιερέας εκτελέστηκε βάναυσα και άνανδρα από τους Γερμανούς ως «εργαζόμενος κατά του στρατού κατοχής». Άφησε πίσω του την Πρεσβυτέρα του Κωνσταντία ετών 39, και τα πέντε παιδιά του  Αθανασία, 14 ετών, Βασίλειο 12 ετών, Παναγούλα 10 ετών, Ελευθερία, 8 ετών και Αναστασία, 5 ετών. Στις 4 Αυγούστου 1944, μάχη των αντιστασιακών του ΕΛΑΣ στο 16ο χλμ Λαμίας-Δομοκού (Γερμανοί νεκροί 25).
Στις 29 Σεπτεμβρίου 1944 επιθέσεις των ανταρτών σε γερμανικές φάλαγγες που αποχωρούν προς Θεσσαλονίκη στο 16ο χλμ Λαμίας-Δομοκού. Στις 16 Οκτωβρίου 1944 επίθεση στην Π.Ε.Ο. Λαμίας-Λάρισας (Γερμανοί νεκροί 30).
Οι Γερμανοί αποχωρούν από τη Λαμία, ανήμερα της γιορτής του Αγ. Λουκά, ξημερώματα της 18ης Οκτωβρίου 1944 και από το Δομοκό την 21η Οκτωβρίου του 1944.
Κατά την απελευθέρωση της Λαμίας ο Αυστριακός στρατιώτης Ιωσήφ Μπλέχιγκερ απέτρεψε την ολοκληρωτική καταστροφή της πόλης, καθώς επιφορτισμένος με το καθήκον της ανατίναξης, δεν εκτέλεσε την εντολή πυροδότησης των εκρηκτικών με τα οποία ήταν παγιδευμένη η πόλη, αποσυνδέοντας τα καλώδια. Ο Μπλέχιγκερ, πολιτογραφημένος πια Έλληνας με το όνομα Ηλίας Κόκκινος, τιμήθηκε για την πράξη του αυτή με το αργυρό μετάλλιο της πόλης και τιμητικό δίπλωμα, στον επίσημο εορτασμό της 18ης Οκτωβρίου 1979.
Σημαντικές υπηρεσίες στην πόλη της Λαμίας προσέφερε και ο Ιταλός στρατιώτης Ντίνο Ντεσιμόνε που έχει τεράστια συμβολή στο εγχείρημα αδρανοποίησης της ανατίναξης. Και ο Ντίνο Ντεσιμόνε έμεινε στη Λαμία μετά τον πόλεμο, δημιούργησε οικογένεια και πολιτογραφήθηκε Λαμιώτης. Την περίοδο της κατοχής αρκετές οικογένειες της περιοχής που δεν είχαν πολλά ζωντανά ή χωράφια, πείνασαν και ζούσαν με γάλα και «στουμπισμένα» βελανίδια τα οποία έκαναν ψωμί, αλλά και βρώμη με λάχανα. Για τους περισσότερους το ψωμί ήταν κυρίως από καλαμποκάλευρο (μπομπότα) ή σύμμικτο και σε λιγότερες περιπτώσεις «καθάριο», δηλαδή από σιτάλευρο. Πολλοί αναγκάστηκαν να δανειστούν σιτάρι, το οποίο επέστρεφαν στα αλώνια, με την καινούργια σοδειά, αλλά με σκληρό τοκογλυφικό επιτόκιο, αφού για 100 οκάδες σιτάρι, έδιναν πίσω 150 οκάδες.
 Όμως κατά κοινή ομολογία η λίμνη Ξυνιάδας βοήθησε αρκετά στον επισιτισμό των κατοίκων, όπως και οι κτηνοτρόφοι της περιοχής, με γάλα και τυρί. Οι λεγόμενοι «μαυραγορίτες» στην περιοχή δεν είχαν σχέση με τους γνωστούς των πόλεων, ήταν απλά πεινασμένοι αστοί οι οποίοι έφτασαν στην επαρχία πουλώντας τα υπάρχοντά τους για να ζήσουν, παίρνοντας ένα κομμάτι ψωμί ή αλεύρι και μπομπότα (καλαμποκάλευρο).
 Με το τέλος του πολέμου άρχισε ο «Ψυχρός Πόλεμος» εξαιτίας της γιγάντωσης της Σοβιετικής Ένωσης, ενώ η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία, παρότι νικήτριες, έχασαν το μεγαλύτερο μέρος των αποικιών τους. Τέλος, από τον πόλεμο αυτό αναδείχτηκαν ως υπερδυνάμεις οι Η.Π.Α. και η Σοβιετική Ένωση.

Δομοκός, 17/4/1941: Γερμανικά Στούκας* βομβαρδίζουν το δρόμο Λαμίας - Δομοκού.
Δομοκός, 17/4/1941: Γερμανικά Στούκας βομβαρδίζουν το δρόμο Λαμίας - Δομοκού.
Δομοκός, 17/4/1941: Γερμανικά Στούκας βομβαρδίζουν το δρόμο Λαμίας - Δομοκού.
Δομοκός, 17/4/1941: Γερμανικά Στούκας βομβαρδίζουν το δρόμο Λαμίας - Δομοκού.
Δομοκός, 17/4/1941: Γερμανικά Στούκας βομβαρδίζουν το δρόμο Λαμίας - Δομοκού.

Δομοκός, 17/4/1941: Γερμανικά Στούκας βομβαρδίζουν το δρόμο Λαμίας - Δομοκού.
Δομοκός, 17/4/1941: Γερμανικά Στούκας βομβαρδίζουν το δρόμο Λαμίας - Δομοκού.
Δομοκός, 17/4/1941: Γερμανικά Στούκας βομβαρδίζουν την περιοχή Δομοκού.
Δομοκός, 17/4/1941: Γερμανικά Στούκας βομβαρδίζουν την περιοχή Δομοκού. Στο Βάθος η λίμνη Ξυνιάδας
Δομοκός, 17/4/1941: Γερμανικά Στούκας βομβαρδίζουν την περιοχή Δομοκού. Στο Βάθος η λίμνη Ξυνιάδας
Δομοκός, Απρίλιος 1941: Γερμανοί αξιωματικοί της Βέρμαχτ στο Δομοκό.
Δομοκός, Απρίλιος 1941: Ο Γερμανικός Στρατός στο 24ο χιλιόμετρο Λαμίας - Δομοκού, στην πορεία του προς τη Λαμία

Απρίλιος 1941: Ο Γερμανικός Στρατός στην πορεία του προς τη Λαμία

Απρίλιος 1941: Ο Γερμανικός Στρατός στην πορεία του προς τη Λαμία.

Απρίλιος 1941: Ο Γερμανικός Στρατός στην πορεία του προς τη Λαμία

Κατεστραμμένο Εγγλέζικο ελαφρύ τεθωρακισμένο Bren Gun Carrier, κοντά στο Δομοκό, Μάιος 1941.
  Οι τάφοι των Γερμανών στρατιωτών που σκοτώθηκαν τον Απρίλιο του 1941 από τους οπισθοχωρούντες Συμμάχους μας και τους ενταφίασαν κοντά στην Αγία Αικατερίνη.


 Μετά τη απελευθέρωση
Δομοκός, 23/4/1945: Κρατήρας από βόμβα των γερμανικών Στούκας, κοντά στα Μεταλλεία Δομοκού
Ο Δομοκός, 23/4/1945, (BY VX93433 CAPTAIN WILLIAM DARGIE, OFFICIAL WAR ARTIST).
Δομοκός, 23/4/1945, Τα βουνά του Δομοκού, όπως φαίνονταν από τον κάμπο.

Δομοκός, 23/4/1945, θέα βόρεια προς τη Θεσσαλιώτιδα.

Δομοκός, 23/4/1945, θέα βόρεια προς τη Θεσσαλιώτιδα.
Μνηεμία εκτελεσθέτων από τους Γεαρμανούς ατις 13 Ιουλίου του 1943 στην περιοχή Σάββα Μαγούλα, ένα χιλιόμετρο πριν τα Μεταλλεία Ομβριακής.




*Junkers Ju 87, ή Stuka (Στούκα) είναι συντόμευση της λέξης Sturzkampfflugzeug, (πολεμικό αεροσκάφος κάθετης εφόρμησης).
Φωτογραφίες από το «The Australian War Memorial» (Το μνημείο πολέμου της Αυστραλίας) και από τα αρχεία της Βέρμαχτ (γερμ. Deutsche Wehrmacht = γερμανική αμυντική δύναμη).


 Δημήτρης Β. Καρέλης
Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό
της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.
karelisdimitris@gmail.com

#buttons=(Ok, Go it!) #days=(20)

Our website uses cookies to enhance your experience. Learn more
Ok, Go it!