Ιωάννης Αθ. Σαρακιώτης
Δικηγόρος – Βουλευτής Φθιώτιδας ΣΥ.ΡΙΖ.Α.
«Εάλω η διαπραγματευτική ισχύς της Ελλάδος»
Η νεοοθωμανική κατεύθυνση της σύγχρονης Τουρκίας είναι γνωστή και έχει επισημανθεί πολλές φορές. Ενώπιον αυτού του μαξιμαλισμού, η Ελλάδα έχει την ιστορική ευθύνη να διασφαλίσει την ειρήνη και την ασφάλεια στην ευρύτερη περιοχή κινητοποιώντας τους συμμάχους της και στέλνοντας αποφασιστικά, αποτρεπτικά μηνύματα προς την Άγκυρα.
Ως κυβέρνηση, ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. είχε επιτύχει τη λήψη απόφασης σε επίπεδο Ε.Ε. για την επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία, εξαιτίας της παραβατικότητάς της στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο. Δυστυχώς, αυτή η πολιτική δεν ακολουθήθηκε από τη σημερινή κυβέρνηση, η οποία – διά του Αναπληρωτή Υπουργού Εξωτερικών κ. Βαρβιτσιώτη – μας πληροφόρησε το Δεκέμβριο του 2019 ότι, ήταν «στρατηγική απόφασή μας να μη ζητήσουμε κυρώσεις εις βάρος της Τουρκίας». Ο ίδιος αρμόδιος υπουργός, μάλιστα, επιχειρώντας να εξορκίσει την παταγώδη κυβερνητική αποτυχία επέμενε μέχρι την ύστατη στιγμή αναφορικά με τη μετατροπή της Αγιάς Σοφιάς σε ισλαμικό τέμενος, δηλώνοντας ότι: «δε θα τολμήσει να το κάνει»! Παντελής έλλειψη πολιτικής διορατικότητας, με συνέπεια ένα νέο, αδικαιολόγητο αιφνιδιασμό της χώρας από την τουρκική πλευρά.
Δίχως αμφιβολία, η μετατροπή του εν λόγω μνημείου παγκόσμιας κληρονομιάς σε τζαμί προκαλεί θλίψη, πόνο και οργή σε κάθε δημοκρατικό πολίτη, σε κάθε άνθρωπο του 21ου αιώνα, ο οποίος έχει μάθει να σέβεται το Διεθνές Δίκαιο και τον οικουμενικό χαρακτήρα ενός ύψιστης ιστορικής, πολιτιστικής και θρησκευτικής αξίας ναού. Δυστυχώς, η Τουρκία αποδεικνύει για ακόμη μια φορά ότι έχει πάρει ένα δρόμο δίχως γυρισμό, μακριά από το αξιακό υπόβαθρο της Δύσης, ενώ προσθέτει ένα ακόμη λιθαράκι στην απομάκρυνση της προοπτικής ένταξής της στην Ευρωπαϊκή οικογένεια. Η Ελληνική Κυβέρνηση, μετά και την υπογραφή του ανυπόστατου Τουρκο-λιβυκού «συμφώνου», όφειλε να δράσει έγκαιρα προκειμένου να αποφευχθεί η εξαγγελθείσα από τον Τούρκο Πρόεδρο πράξη προσβολής ενός συμβόλου του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας.
Αντί όμως, της χάραξης μιας αποφασιστικής και δυναμικής πολιτικής διεθνοποίησης των προβλημάτων, η κυβέρνηση έχει επιλέξει να προχωρά σε μυστικές συνομιλίες, μία μόλις ημέρα μετά την απόφαση του Ανώτατου Τουρκικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, ενώ άπαντες διερωτώνται: Γιατί είναι μυστικές οι συνομιλίες; Οι Έλληνες πολίτες δεν έχουν δικαίωμα να ενημερωθούν; Ποιο μήνυμα στέλνουμε στην άλλη πλευρά, όταν προσπερνάμε τις προκλητικές ενέργειές της και επιλέγουμε να συνομιλούμε μαζί της, την αμέσως επόμενη ημέρα; Στο πλαίσιο ποιας συντεταγμένης στρατηγικής επελέγη ως διαμεσολαβητής η Γερμανία και όχι κάποιος Διεθνής Οργανισμός;
Προφανώς η Κυβέρνηση θεώρησε ότι θα μπορούσε να μεταφέρει την πρακτική των ηχογραφήσεων, της μυστικοπάθειας και των συμφωνιών κάτω από το τραπέζι, στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, αλλά εν τέλει τους «πρόδωσε» ο ίδιος ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών, Μεχμέτ Τσαβούσογλου. Δεν αισθάνθηκαν την ανάγκη ούτε να εκφράσουν την ενόχλησή τους, έστω αναβάλλοντας την εν λόγω συνάντηση, ενώ αποδέχθηκαν ως διαμεσολαβητή τη Γερμανία, μια χώρα η οποία κατ’ εξοχήν ανέχεται την τουρκική προκλητικότητα διευρύνοντας τις εμπορικές σχέσεις της με την Άγκυρα. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ετήσιο μέγεθος των γερμανοτουρκικών εμπορικών συναλλαγών ανέρχεται στα 25 δις ευρώ, ενώ η συνεργασία τους είναι αγαστή και στο πεδίο των στρατιωτικών εξοπλισμών, με την απόφαση προμήθειας της Τουρκίας των γερμανικής κατασκευής υπερσύγχρονων υποβρυχίων – τα οποία έως τώρα κατέχει μόνο η Ελλάδα διαθέτοντας αποφασιστικό πλεονέκτημα στη θάλασσα – να είναι πρόσφατη.
Σε μια ακόμη κρίσιμη στροφή για τα εθνικά μας θέματα, η κυβέρνηση επέλεξε να διατηρήσει τη στάση του «δεδομένου» και του «προβλέψιμου» και μάλιστα εν κρυπτώ. Όμως, η συνέχιση της κατευναστικής στρατηγικής έναντι του τουρκικού αναθεωρητισμού μόνο επιπρόσθετες, οδυνηρές συνέπειες θα επιφέρει, όπως αποδεικνύει η ίδια η ιστορία, αλλά και εν γένει η στάση της σημερινής Τουρκίας.