Οι Τούρκικοι μιναρέδες του Δομοκού
Τα τελευταία χρόνια, ολόκληρη η Ευρώπη αντικρίζει τζαμιά στις πολιτείες της. Στη χώρα μας, εκτός απ’ τα τζαμιά των χωριών της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης, υπάρχουν πολλά και διάσπαρτα «κρυφά» τζαμιά, προς τέρψιν της θρησκευτικής συνείδησης των χιλιάδων, νεοφερμένων προσφύγων και μεταναστών.
Ωστόσο, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, οι Έλληνες έζησαν επί αιώνες με τη διαπεραστική φωνή του μουεζίνη, που ήταν ανεβασμένος στο λευκό μιναρέ του τζαμιού και καλούσε τους πιστούς σε προσευχή, σηκώνοντας το λευκό μπαϊράκι στο κοντάρι από πευκόξυλο και κράζοντας: «Αλλάχου άκμπαρ».
Ο Χότζας, ο μουσουλμάνος Τούρκος ιεροδιδάσκαλος, κατείχε τους ιερούς νόμους, δίδασκε και νουθετούσε τους πιστούς μωαμεθανούς, μετά την προσευχή. Σχεδόν όλες οι Χριστιανικές εκκλησιές της τουρκοκρατίας φτιαχνόταν κατά βάση ημιυπόγειες, μικρές κι απέριττες, ενώ τα οθωμανικά τεμένη ήταν συνήθως επιβλητικές κατασκευές, με πανύψηλους μιναρέδες. Υπήρχαν ωστόσο και κάποια «μετζίτ», πρόχειρα ξύλινα τζαμιά, χωρίς μιναρέ.
Στο Δομοκό, κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, όταν υπήρξε τούρκικος καζάς, ναχιγιές, κασαμπάς και βοεβοδαλίκι, λειτούργησαν τουλάχιστον δύο οθωμανικά τεμένη, καθώς ο μουσουλμανικός πληθυσμός της κωμόπολης αριθμού σε τουλάχιστον το ένα τρίτο του συνολικού πληθυσμού, ενίοτε δε και το μισό αυτού. Οι μουσουλμάνοι του Δομοκού, που κατοικούσαν στο χαμηλότερο σημείο του κάστρου, πρέπει να ήταν εξισλαμισμένοι χριστιανοί, καθώς ο Εβλιγιά Τσελεμπή τους χαρακτηρίζει κατ’ επίφαση μουσουλμάνους.
Τα δύο τεμένη, με τους επιβλητικούς λευκούς μιναρέδες τους, βρισκόταν, το μεν πρώτο και μεγαλύτερο κοντά στο λουτρό (Χαμάμ), το δε δεύτερο πάνω από την τότε αγορά του Δομοκού, κοντά στη σημερινή πλατεία. Το τελευταίο, το οποίο φαίνεται ότι χτίστηκε περί τα τέλη του 15ου ή στις αρχές του 16ου αιώνα, διακρίνεται σε δύο φωτογραφίες που χρονολογούνται, η μεν πρώτη στις 13 Μαΐου του 1897 και η δεύτερη στα τέλη του 19ου αιώνα (1899).Η πρώτη φωτογραφία προέρχεται από το εξαίρετο βιβλίο του Ιταλού συγγραφέα Αντόλφο Ρόσσι σχετικά με τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, που γράφτηκε και εκδόθηκε την ίδια χρονιά (1897), και έχει τίτλο: Ένας δρόμος του Δομοκού. Δομοκός, 13 Μαΐου, απόγευμα (1897): (Una strada di Domoko., DOMOKO, 13 maggio, sera).**
Ο Οθωμανός περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή, που πέρασε από το Δομοκό το 1641, μας πληροφορεί για την ύπαρξη ενός τουρκικού τεμένους στο Δομοκό: «Μέσα στο κάστρο υπάρχουν καμιά εκατοστή σπίτια σερήδων και καφίρηδων (άπιστων), με τις στέγες καλυμμένες από κεραμίδια. […] Απ’ την εποχή της κατάκτησης του και μετά, οι Ρωμιοί κάτοικοι τραβήχτηκαν στο ψηλότερο σημείο του κάστρου και οι μουσουλμάνοι (που έχουν ένα μαχαλά όλον κι όλο), μείναν στα χαμηλά. […] Υπάρχει ένα τζαμί, που εξυπηρετεί τις θρησκευτικές ανάγκες των κατοίκων. Δεν μπόρεσα να καταλάβω τι σόι μουσουλμάνοι είναι αυτοί. Τρωγοπίνουν ολημέρα με τους γκιαούρηδες Ρωμιούς και συγχρωτίζονται μαζί τους. Στην πραγματικότητα, μόνο κατ' όνομα είναι μουσουλμάνοι».
Ο περιηγητής, πρόκριτος και λόγιος Αργύρης Φιλιππίδης, από τις Μηλιές του Πηλίου, περιέγραφε το Δομοκό το έτος 1805: «Έχει υπέρ τα τριακόσια σπίτια, κατοικείται υπό Οθωμανών και Χριστιανών εξ ημισείας. Τα σπίτια των είναι ανακατωμένα, Τούρκικα δηλαδή και Ρωμαίικα. Έχουν ήθη καλά και τα δύο έθνη, η ομιλία των είναι όλο χριστιανικά. Εδώ έρχεται ο κριτής των από Κωνσταντινούπολιν, κάθε χρόνον και θεωρεί τας υποθέσεις των».
Ο Νικόλαος Γεωργιάδης, στο βιβλίο του «Ιστορία της Θεσσαλίας», κατά το έτος 1880, αναφέρεται σε δύο οθωμανικά τεμένη: «Ο Δομοκός κατοικείται σήμερον υπό 300 περίπου οικογενειών, εξ ων αι 200 είναι ελληνικαί και αι λοιπαί τουρκικαί […] και υπάρχουσιν εν αυτώ μία εκκλησία, σχολεία δύο, τεμένη τουρκικά δύο, τέσσαρες στρατώνες και πολλαί βρύσεις».
Ο Κωνσταντίνος Γαλλής ανέφερε ότι ο Δομοκός μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους το 1881, είχε δύο τζαμιά: «Την εποχή της απελευθερώσεως, ο Δομοκός είχε 1.000 περίπου κατοίκους Έλληνες και 300-400 Οθωμανούς που σχεδόν όλοι είχαν φύγει πριν από ένα μήνα για την Λάρισα. Είχε μια εκκλησία την Αγία Παρασκευή, δύο τζαμιά, ένα λουτήρα, ένα σχολείο αρρένων και ένα παρθεναγωγείο στο οποίο φοιτούσαν και μερικά κορίτσια Τούρκων, δύο φρούρια και ένα στρατώνα».
Ο Εκρέμ Χακκί Αϊβερντί, Τούρκος μηχανικός, αρχιτέκτονας, ιστορικός και συγγραφέας, στο βιβλίο του «Οθωμανικά αρχιτεκτονικά έργα στην Ευρώπη-Βουλγαρία, Ελλάδα, Αλβανία», αναφέρεται στο «Τζαμί Μουσταφά Μπέη» του Δομοκού, σημειώνοντας ότι υπάρχουν επίσημες αναφορές γι’ αυτό, από το 1702 και το 1850.***
Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς καταστράφηκε το τέμενος στο Χαμάμ, ωστόσο το δεύτερο που βρισκόταν κοντά στο Στρατώνα, το σημερινό δημαρχείο του Δομοκού, γκρεμίστηκε από τους κατοίκους του Δομοκού, μετά τον ατυχή πόλεμο του 1897.
Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897, δεν άφησε αλώβητα τα μνημεία της επαρχίας Δομοκού, τα οποία λεηλατήθηκαν ή και καταστράφηκαν από τους Τούρκους, μεταξύ των οποίων πολλοί ναοί, όπως το καθολικό της μεταβυζαντινής μονής του Αγίου Αθανασίου Ομβριακής. Ίσως γι’ αυτό τα λόγο να κατεδαφίστηκε, ως ένα είδος αντιποίνων, το τελευταίο τζαμί του Δομοκού.
Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό
της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.
karelisdimitris@gmail.com
© Copyright, 2021.
**Adolfo Rossi, Alla Guerra Greco-Turca, Impressioini ed istantanee di un corrispondente, Aprile-Maggio, R. Bemporad & Figlio Editori, Firenze, 1897.
***Ekrem Hakkı Ayverdi, Avrupaʼda Osmanlı mimârî eserleri: cild (4., 5., 6. kitab). Bulgaristan, Yunanistan, Arnavudluk, İstanbul Fetih Cemiyeti, 1978. (Οθωμανικά αρχιτεκτονικά έργα στην Ευρώπη: τόμος (4ο, 5ο, 6ο βιβλίο). Βουλγαρία, Ελλάδα, Αλβανία).